-
1 ἀπο-μαίνομαι
ἀπο-μαίνομαι (s. μαίνομαι), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.
-
2 μαίνομαι
Aμᾰνοῦμαι Hdt.1.109
,μᾰνήσομαι AP11.216
(Lucill.), D.L.7.118 (neither found in [dialect] Att.): [tense] pf. with [tense] pres. sense , S.El. 879, Ar.Byz. ap. Ath.13.586f; [dialect] Dor. μέμηνα dub. in Alcm. 68; also in pass. form μεμάνημαι [ᾰ] Theoc.10.31: [tense] aor. [voice] Pass. ἐμάνην, part. μᾰνείς, inf. μᾰνῆναι, Hdt.3.30, E.Ba. 1295: also [tense] aor. [voice] Med.ἐμηνάμην CPHerm.7.18
(iii A. D.); poet. [ per.] 2sg. ἐμήναο prob. in Bion 1.61, [ per.] 3sg.μήνατο Theoc.20.34
; part.μηνάμενος AP9.35
(Antiphil.):—on the act. forms, v. infr. 11.—Hom. uses only [tense] pres. and [tense] impf.:—rage, be furious, in Il. freq. of martial rage, , cf. 6.101, Od.9.350, etc.;χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται Il.16.245
; μαίνεται ἐγχείη ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι ib.75; ; rage with anger, πατὴρ.. φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι ib. 360; ἐνὶ φρεσὶ μ. ἦτορ ib. 413;φρεσὶ μαινομένῃσιν 24.114
;μαινομένᾳ κραδίᾳ A.Th. 781
, E.Med. 432 (both lyr.);μανείσᾳ πραπίδι Id.Ba. 999
(lyr.); ὁ μανείς the madman, S.Aj. 726;μ. καὶ παραπαίω Pl.Smp. 173e
, etc.;αἱ τῶν μεμηνότων αἰσθήσεις Aristocl.
ap. Eus.PE14.20; to be mad with wine, Od. 18.406, 21.298;μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Luc.DDeor.18.2
; of Bacchic frenzy,μαινόμενος Διώνυσος Il.6.132
; [Θυιάδες] μαινόμεναι S.Ant. 1152
(lyr.);Διονύσῳ μαίνεσθαι Paus.2.7.5
;ἐπὶ τῷ Δ. Alex.223
; ὑπὸ τοῦ θεοῦ μ. to be inspired by.., driven mad by.., Hdt.4.79, cf. μάντις; τὸ μαίνεσθαι madness, S.OC 1537; πλεῖν ἢ μαίνομαι I am beside myself with joy, Ar.Ra. 103, 751; of madness in animals, Plu.2.641c, al.; later simply, = ὀργίζομαι, μαινόμενος ὅτι.. PCair.Zen.41.11 (iii B. C.): freq. with words of manner,ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ' ἀνεκτῶς Il.8.355
;τάδε μαίνεται 5.185
: c. acc. cogn., l. c.;μ. μανίας Ar.Th. 793
;μ. μανίαν ἐρρωμένην Luc.Ind.22
: c. dat.,μ. γόοισι φρήν A.Th. 967
(lyr.);τόλμῃ X.Cyr.1.4.24
; πόνοις at or because of.., A.Supp. 562 (lyr.);τοῖς εὑρήμασιν E.Cyc. 465
; ἐπί τινι (sc. φιλοτιμίᾳ) Id.Ph. 535 (but ἐπί τινι, of love, Theoc.10.31);ἀμφί τινι Semon.7.33
;εἰς τὴν ποιητικήν D.S.14.109
;κατά τινος Luc.Abd. 1
;ὑφ' ἡδονῆς S.El. 1153
.2 of things, rage, riot, esp. of fire,ὡς ὅτ'.. ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνηται Il.15.606
, cf. Tryph.230; μαινόμενος οἶνος a hot, strong wine, Pl.Lg. 773d; of feelings, ἐλπὶς μαινομένη Orac. ap. Hdt.8.77; (lyr.); (lyr.);μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ Id.Ant. 135
(lyr.);σὺν μ. δόξᾳ E.Ba. 887
(lyr.).3 ἄμπελος μαινομένη, of a vine that is never done bearing fruit, Arist. Mir. 846a38, Thphr.CP1.18.4.4 μαινόμενα ἕλκη malignant ulcers, Asclep. ap. Aët.15.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαίνομαι
-
3 ἀπομαίνομαι
ἀπο-μαίνομαι, ausrasen, zu rasen aufhören -
4 απομαινομαι
-
5 μένος
A might, force,μή μ' ἀπογυιώσῃς μένεος, ἀλκῆς τε λάθωμαι Il.6.265
;μ. χειρῶν 5.506
(more freq.μ. καὶ χεῖρες 6.502
, al.);μ. καὶ γυῖα 6.27
.2 of animals, strength, fierceness, παρδάλιος, λέοντος, 17.20; of horses, spirit, ib. 456, 476, etc.;ἵππος κατασθμαίνων μένει A.Th. 393
; ὑπὸ χαρᾶς καὶ μένους, of dogs, X.Cyn.6.15.3 of things, force, might, [ ἔγχεος] Il.13.444;ἠελίοιο Od.10.160
;πυρός Il.6.182
, Ar.Ach. 665;ποταμῶν Il.12.18
, cf. A.Pr. 720;ἄστρων θερμὸν μ. Parm.11.3
;ἀνέμων Emp.111.3
; ;χαλινῶν ἀναύδῳ μένει A. Ag. 238
(lyr.); (anap.);τὸ ἀπὸ τοῦ οἴνου μ. Hp.Acut. 63
, cf. VM9.4 life,ἀπὸ γὰρ μ. εἵλετο χαλκός Il.3.294
;λύθη ψυχή τε μ. τε 5.296
; φυσῶσι μέλαν μ. the black life-blood, S.Aj. 1412 (anap.), cf. A.Ag. 1067.II of the soul, spirit, passion, μ. ἀνδρῶν the battlerage of men, Il.2.387;μ. Ἄρηος 18.264
: less freq. in pl., mostly in phraseμένεα πνείοντες 2.536
, al.;μένος καὶ θυμός 5.470
, al., h.Cer. 361;μ. καὶ θάρσος Il.5.2
, Od.1.321;μ. ἔλλαβε θυμόν Il.23.468
;μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμόν 22.312
; : also in [dialect] Att., ;ὅτε ζέσειεν τὸ τοῦ θυμοῦ μ. Pl.Ti. 70b
;μένους τὴν ψυχὴν πληρουμένην Alcid.
ap. Arist.Rh. 1406a2 (but νοῦς.. πληρωθεὶς μένους filled with spiritual exaltation, Plot.5.5.8);θυμὸς ὁ κρατέων τῶ μένεος Theag.
ap. Stob.3.1.117; προθυμία καὶ μ., μ. καὶ θάρρος, X.Cyr.3.3.61, HG7.1.31;παντὶ μένει σπεύδων Hes.Sc. 364
.2 intent, purpose, [Τρώων] μ. αἰὲν ἀτάσθαλον their bent is aye to folly, Il.13.634: in pl., intents,ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς 8.361
: hence, temper, disposition, in compds., like εὐμενής, δυσμενής.III in periphr., like βίη, etc., ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο, for Antinous himself, Od.18.34;μένος Ἀτρεΐδαο Il.11.268
;μένε' ἀνδρῶν 4.447
, Od.4.363;καταφθιμένου μ. ἀνδρός Emp.111.9
;αἴης λάσιον μ. Id.27.2
; αἰθέριον μ., = αἰθήρ, Id.115.9. (Cf. Skt. mánas 'spirit', 'passion', Gr. μέμονα, μαίνομαι.) -
6 μανία
A madness, Hdt.6.112, Hp.Aph. 7.5, S.Ant. 958 (lyr.), etc.;πολλὴν καταγνῶναι μ. τινῶν Isoc.4.133
;μέχρι μανίας ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα Pl.Phlb. 45e
;μανίη νοῦσος Hdt.6.75
: freq. in pl., Lex Solonis ap.D.46.14, Thgn.1231, A.Pr. 879, 1057 (both anap.), etc.II enthusiasm, inspired frenzy,μ. Διονύσου πάρα E.Ba. 305
;ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μ. Pl.Phdr. 245a
; θεία μ., opp. σωφροσύνη ἀνθρωπίνη, ib. 256b, cf. Prt. 323b, X. Mem.1.1.16;τῆς φιλοσόφου μ. τε καὶ βακχείας Pl.Smp. 218b
.III passion,ἐρωτικὴ μ. Id.Phdr. 265b
;μανίην μανεὶς ἀρίστην Anacreont. 59.2
: freq. in pl., Pi.O.9.39, N.11.48, E.HF 835;ἐγγὺς μανιῶν ἐλαύνει Id.Heracl. 904
(lyr.); μανίη τινός mad desire for.., Hermesian.7.85.------------------------------------μανία (B), ἡ,A = μανότης, An.Ox.2.393.
См. также в других словарях:
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
συμμαίνομαι — Α διακατέχομαι από μανία μαζί με άλλον, μαίνομαι κι εγώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μαίνομαι «κατέχομαι από μανία»] … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
μαίνη — Βυζαντινό φρούριο στο Ταίναρο της Μάνης, που χτίστηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, στο ακρωτήριο Τηγάνι, κοντά στον όρμο Μέζαπος. Από το φρούριο αυτό πήρε την ονομασία της και η πρώτη χριστιανική επισκοπή του Ταινάρου, η λεγόμενη… … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… … Dictionary of Greek
μεγαλομανής — ές (Α μεγαλομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που διακατέχεται από μεγαλομανία 2. αυτός που έχει την τάση να επιχειρεί πράγματα πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που έχει την ικανότητα να κάνει αρχ. αυτός που κατέχεται από μεγάλη μανία, από παραφροσύνη.… … Dictionary of Greek
νυμφομανία — Υπερβολική και νοσηρή έξαρση της γενετήσιας επιθυμίας, γυναικών ή θηλυκών ζώων, που χαρακτηρίζεται από συνεχή και ακατανίκητη ανάγκη συνουσίας. Η ν. παρατηρείται περισσότερο στα ζώα και κυρίως στις φοράδες, τις αγελάδες, τις γάτες και λιγότερο… … Dictionary of Greek