-
1 ἀπο-μάσσω
ἀπο-μάσσω, att. ἀπομάττω, 1) abwischen, reinigen, καϑαίρων τοὺς τελουμένους καὶ τῷ πηλῷ καὶ τοῖς πιτύροις ἀπομ. Dem. 18, 259; τὰ δάκρυα τῇ χλαμύδι Pol. 15, 26; auch med. ἀπομάξασϑαι, sich den Mund wischen, Ath. I, 2 a; Ἀχιλλείων ἀπομάττει Ar. Equ. 816, wisch'st dir die Hände an Achillesbrot, Schol. τῆς ἐν πρυτανείῳ σιτήσεως μετέχεις; vgl. τὰς χεῖρας χειρομάκτρῳ ἀπεμάττοντο Ath. IX, 410 b. – 2) mit dem Streichholz abstreichen, χοίνικα Luc. Navig. 25; κενεὰν ἀπομάξαι, den leeren Scheffel abstreichen, wie: leeres Stroh dreschen, d. i. vergeblich sich bemühen, Theocr. 15, 95. – 3) abdrücken, ἐν μαλακοῖς σχήματα Plat. Tim. 50 e; φρὴν ἀπομαξαμένη πολλὰς ἀρετὰς ἐποίησε, sich einprägen, nachahmen, Ar. Ran. 1038; παρ' ἀλλήλων Arist. Nicom. 9, 12, 3; ἄχνην ὕδατος ἀπομάσσεται, setzt ab, Callim. Del. 14; αἰσχύνην, sich Schande zuziehen, öfter bei Sp.
-
2 ἐν-απο-μάσσω
ἐν-απο-μάσσω, att. - μάττω, abdrücken in, κηροῖς Plut. educ. lib. 5, a. Sp.; – med., sich abwischen, χεῖράς τινι, die Hände an ihm, Alciphr. 3, 44.
-
3 ἀπομάσσω
ἀπο-μάσσω, (1) abwischen, reinigen. (2) mit dem Streichholz abstreichen; κενεὰν ἀπομάξαι, den leeren Scheffel abstreichen, wie: leeres Stroh dreschen, d. i. vergeblich sich bemühen. (3) abdrücken -
4 ἐναπομάσσω
ἐν-απο-μάσσω, abdrücken in; sich abwischen, χεῖράς τινι, die Hände an ihm -
5 μαζός
μαζός, ὁ (vgl. μάομαι, μασάομαι u. μάσσω), die Brustwarze (nach Suid. eigtl. vom Manne), βάλε στῆϑος παρὰ μαζόν, Il. 8, 121 u. öfter, er traf die Brust an der Warze, wie στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, 4, 528, δεξιτερὸν κατὰ μαζόν, 5, 393, öfter vom Manne. – Von der Frau, die Brustwarze, an der das Kind saugt, die Mutterbrust, μαζὸν ἀνέσχεν, ἐπέσχον, die Brust geben, Il. 22, 80. 83, γυναῖκα δὲ ϑήσατο μαζόν, 24, 58, u. so in der Od., πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ, sie hatte einen Knaben an der Brust, Od. 11, 448. 19, 483; αὐτὴ προςέσχε μαζόν, Aesch. Ch. 524; μαζὸς σπαργῶν ἔτι, Eur. Bacch. 700, σῶν ἀπὸ μαζῶν Hec. 144; sp. D., wie in der Anth., γλαγόεντες, ἐΰζυγες, ἱμερόεντες, Sosip. 3 (VI, 56). – Auch bei Her., ἐπεζωσμέναι καὶ φαίνουσαι τοὺς μαζούς, 2, 85, mit der v. l. μαστός, 4, 202. 9, 112. – Auch von Thieren, das Euter, die Zitze. – Uebertr., die Amme, Callim. – Auch = μάζινος 2. – Vgl. μαστός, μασδός, μασϑός.
-
6 μάζα
μάζα, ἡ, od. richtiger nach Drac. p. 72. 100 μᾶζα, wie Bekker überall schreibt, eigtl. das Geknetete, von μάσσω, bes. Gerstenbrot, Her. 1, 200; Archil. 56; μάζας γενναίας, Plat. Rep. II, 372 b; ἐμοῦ μᾶζαν μεμαχότος, wie wir sagen »Einem Etwas einbrocken«, mit Anspielung auf μάχη, μάχομαι, Ar. Equ. 55 u. öfter; φυστή, Vesp. 610; ἄρτους, μάζας nennt er neben einander, Eccl. 606, vgl. Plut. 192; sie werden auch sonst unterschieden, vgl. Ath. IV, 137 e; daher sprichwörtlich ἀγαϑὴ καὶ μᾶζα μετ' ἄρτον, Zenob. 1, 12; ἐπὶ τῶν τὰ δευτερεῖά τισι διδόντων; vgl. Achaeus bei Ath. VI, 270 e; Xen. Cyr. 1, 2, 11. 6, 2, 28 u. Folgde; κυρβαίη, ἀμολγαίη s. unter diesen Wörtern. Vgl. nach Ath. XIV, 663 b; nach den VLL. ursprünglich ἡ τροφὴ ἀπὸ γάλακτος καὶ σίτου.
-
7 μάγειρος
μάγειρος, ὁ (μάσσω), ursprünglich der Knetende, Brotbackende, das älteste Geschäft des μάγειρος war nämlich das Brotbacken, vgl. Plin. H. N. 18, 28; übh. Koch, Ar. Equ. 416; neben ὀψοποιός, Plat. Rep. II, 373 c; von dem er als der höhere unterschieden wird, Ath. IX, 405 a. Aber auch Schlächter, wie es scheint, τοῠ μαγείρου – ὀστῶδες σφόδρα αὐτῷ τι προςκόπτοντος ἀπὸ τύχης κρέας, Macho bei Ath. VI, 243 f, womit Plat. Euthyd. 301 d zu vgl., προςήκει τὸν μάγειρον κατακόπτειν καὶ ἐκδείρειν. – Die Alten leiten es von τὰς μάζας μερίζειν od. τὰς μαγίδας αἴρειν ab.
См. также в других словарях:
μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
ματτύη — ματτύη, ἡ (Α) νόστιμο φαγητό μακεδονικής και θεσσαλικής προέλευσης που παρασκευαζόταν από κοπανισμένο κρέας πουλερικών, αρνήσιο, κατσικήσιο και από χορταρικά και σερβιριζόταν κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ματτύη θεωρήθηκε λέξη τής μακεδονικής διαλέκτου που … Dictionary of Greek
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
μακαρία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ηρακλή, η οποία μετά την φυγή των Ηρακλειδών στην Τετράπολη της Αττικής θυσιάστηκε με τη θέλησή της υπακούοντας σε κάποιον χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο εξασφαλιζόταν έτσι η νίκη των Αθηναίων εναντίον του Ευρυσθέα.… … Dictionary of Greek
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek
υπομάσσω — και αττ. τ. ὑπομάττω Α 1. αλείφω κάτι από κάτω 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπομεμαγμένος αυτός που βρίσκεται κάτω από κάτι, ιδίως αυτός που καλύπτεται εντελώς από κάτι που βρίσκεται αποπάνω του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μάσσω «ζυμώνω»] … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
μαγίς — μαγίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῡ μάττειν, ἀφ οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.) 2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι… … Dictionary of Greek
χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… … Dictionary of Greek