Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὀψοποιός

См. также в других словарях:

  • οψοποιός — ὀψοποιός, ὁ (ΑΜ) άτομο που παρασκευάζει όψα, μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • ὀψοποιός — one who cooks food masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοποιοί — ὀψοποιός one who cooks food masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοποιούς — ὀψοποιός one who cooks food masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοποιῷ — ὀψοποιός one who cooks food masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοποιόν — ὀψοποιός one who cooks food masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψοποΐς — ὀψοποΐς, ίδος, ἡ (Α) [οψοποιός] θηλ. τού οψοποιός …   Dictionary of Greek

  • Vincent Obsopoeus — (en latin Vincentius Obsopoeus ou Vincentius Opsopoeus[1]), de son nom d origine Vinzenz Heidecker (on rencontre aussi Heidnecker), né vers 1485 à Passau ou dans les environs, mort en 1539, était un humaniste allemand, philologue et propagateur… …   Wikipédia en Français

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • οψοποιία — ὀψοποιία, ἡ (Α) [οψοποιός] 1. έντεχνη μαγειρική 2. βιβλίο σχετικά με την έντεχνη μαγειρική …   Dictionary of Greek

  • οψοποιείον — ὀψοποιεῑον, τὸ (Α) [οψοποιός] φούρνος για το ψήσιμο όψων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»