-
1 ἀπο-λείβω
ἀπο-λείβω, herabträufeln lassen, D. Sic. 17, 75; ausgießen, ἀπολείψας Hes. Th. 793. – Pass., herabträufeln, herabfließen, Od. 7, 107 καιροσέων δ' ὀϑονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον, vgl. Scholl.; Hes. Sc. 268.
-
2 λείβω
Grammatical information: v.Meaning: `pour (forth), make a libation' (Il.).Other forms: aor. λεῖψαι,Derivatives: A. λειβῆνος ὁ Διόνυσος H., λείβηθρον ( λίβ-) n. `dripping place' (Eup. 428), λείβδην `by drops' (EM). - B. With ablaut: λοιβή f. `sacrifice of drinks, gift' (Il.) with λοιβ-εῖον (Plu.), - ίς (Antim., inscr.), - άσιον (Epich.) `vase for spilling', - αῖος `belonging to spilling' (Ath.); λοιβᾶται σπένδει, θύει H. (cf. below). - C. With zero-grade: 1. *λιψ f., only gen. λιβός, acc. λίβα `drink-offering, drip' (A., A. R.) with λιβηρός `wet' (Hp. ap. Gal.); 2. λίψ, λιβός m. "the dripper", name of the rainbringing Southwest-, (West)wind, also as name of the heavenly region `Southwest, West' (Hdt., Arist.) with λιβικός `(south)western' (pap.). For λίψ... πέτρα, ἀφ' ἧς ὕδωρ στάζει H. cf. αἰγίλιψ. 3. From λίψ: λιβάς, - άδος f. `spring, fount etc.' (trag. etc.) with the dimin. λιβάδιον (Str., Plu.), also ' χωρίον βοτανῶδες', i. e. `wet meadow' (H., EM), λιβάζω, - άζομαι `drip' (AP, Poll.), ἀπο- λείβω metaph. `throw away, remove oneself' (com.). 4. λίβος n. = λιβάς (A. Ch. 448 [lyr.], Gal.). - On λιβρός s. v.Etymology: The regelar fullgrade thematic λείβω (with λεῖψαι) and the zero grade primary noun λίψ stand side by side in Greek (cf. νείφει: νίφ-α; quite uncertain λίβει σπένδει, ἐκχύνει H.). - To λοιβᾶται (from λοιβή, s. above) Lat. lībāre `pour out, spill' can be a direct counterpart (cf. Porzig Satzinhalte 254, 322), but it can also be a an independent iterative deverbative (so certainly dēlĭbūtus, if with ū after imbūtus); quite doubtful is λαβά σταγών H., after v. Blumenthal Hesychst. 18 f. Maced. or Messap. for λοιβά. If we remove the -b-, we can adduse other words for `pour (out)', e. g. OCS lьjǫ, lějǫ, liti, Lith. líeju, líeti, s. Bq, WP. 2, 392f., W.-Hofmann s. lībō, Vasmer Wb. s. litь, Fraenkel Wb. s. líeti; always with further connections. - The length in ὄφρᾱ λείψαντε (Ω 285 = ο 149) must not prove λλ- \< IE sl-; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 176. A riming form is εἴβω, s. v.Page in Frisk: 2,96-97Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λείβω
-
3 λείβω
λείβω, träufeln, fließen lassen, vergießen, bes. wie σπένδω, vom Opfer, οἶνον, Il. 1, 463. 16, 231 Od. 3, 460; Hes. O. 726; μέϑυ λείβειν, Od. 12, 362, Wein als Trankopfer ausgießen, spenden; auch mit dem dat. des Gottes, οἶνον Ἀϑήνῃ λείβειν, Il. 10, 579; ohne Zusatz, spenden, ein Trankopfer bringen, 24, 285, wie λείβειν Διΐ, ϑεοῖς, 6, 266. 7, 481 Od. 2, 432. So vrbdt auch Aesch. ϑύειν τε λείβειν τε, Suppl. 959; ὅταν σπονδὰς ϑεοῖς μέλλωσι λείβειν, Eur. Ion 1033, u. sp. D. – Sonst noch δάκρυα λείβειν, Thränen vergießen, wie εἴβω, Il. 13, 88. 18, 32 Od. 5, 84. 158; δάκρυ λείβοντες Aesch. Spt. 51, ἐκ δ' ὀμμάτων λείβουσι δυςφιλῆ λίβα Eum. 54; δι' ὄμματος ἀστακτὶ λείβων δάκρυον Soph. O. C. 1253; Eur. Andr. 417 u. sp. D., wie δάκρυα λειβέμεν ὄσσων Orph. Arg. 546; Plat. Rep. III, 411 b vrbdt es mit τήκω, schmelzen. – Pass. sowohl δακρύοις λείβεσϑαι, in Thränen zerfließen, Hes. Sc. 390; vgl. Eur. Andr. 532 λείβομαι δακρύοις κόρας; Ar. Equ. 327; auch in der Anth. öfter, wie Anyte 18 (VII, 646) δάκρυσι λειβομένη; – als δακρύοισιν λειβομένοις, von den fließenden Thränen, Eur. Phoen. 1522; u. dah. ϑρῆνος λειβόμενος, Pind. P. 12, 10; übh. = fließen, träufeln, λειβόμενον ἀπὸ τῶν ὀστῶν καὶ στάζον Plat. Tim. 82 d; ἐλείβετο δὲ αὐτῇ τὰ δάκρυα κατὰ τῶν παρειῶν, die Thränen rannen die Wangen herab, Xen. Cyr. 6, 4, 3; Sp., bei denen es auch übh. hinschmelzen, verschmachten bedeutet. – Medial ist Aesch. Prom. 399 ῥαδινὸν λειβομένα ῥέος παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς.
-
4 ἀπολείβω
ἀπο-λείβω: only pres. mid. ἀπολείβεται, trickles off, Od. 7.107†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπολείβω
-
5 ἀπολείβω
ἀπο-λείβω, herabträufeln lassen; ausgießen; pass., herabträufeln, herabfließen -
6 απολειβω
2) совершать возлияние Hes. -
7 ειβω
-
8 εἴβω
εἴβω, ep. = λείβω, am häufigsten in der Vrbdg δάκρυον εἶβον, Thränen vergießen, Od. 4, 114. 23, 33. – Pass., niedertropfen. niederrinnen; τῶν καὶ ἀπὸ βλεφάρων ἔρος εἴβετο Hes. Th. 910; ἱδρὼς εἴβεται ἐκ λαγόνων Ap. Rit. 2, 664. – Med. = act., Soph. Ant. 523 κάτω δάκρυ' εἰβομένη.
См. также в других словарях:
Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… … Dictionary of Greek
λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… … Dictionary of Greek
λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
λίβος — (I) λίβος, τὸ (Α) 1. σταλαγμός, σταλαγματιά 2. είδος κολλυρίου 3. στον πληθ. τὰ λίβη ή λίβεα τα δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» με αναβιβασμό τού τόνου]. (II) λίβος, τὸ (Α) είδος πίτας από μέλι που προσφερόταν στους θεούς.… … Dictionary of Greek
Classical compass winds — The Tower of the Winds in Athens Classical compass winds refers to the naming and association of winds in Mediterranean classical antiquity (Ancient Greece and Rome) with the points of geographic direction and orientation. Ancient wind roses… … Wikipedia
καταλείβω — (Α) 1. χύνω, στάζω κάποιο υγρό 2. μτφ. (για δάκρυα) κλαίγοντας φθείρω το σώμα («τί σοι καιρός... δέμας... καταλείβειν» τί σέ ωφελεί να λειώνεις με τα δάκρυα το σώμα σου 3. παθ. καταλείβομαι α) λειώνω από τη θλίψη («καταλειβομένας ἄλγεσι πολλοῑς» … Dictionary of Greek
λιβρός — λιβρός, ά, όν (Α) σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός (α. «λιβρὰ νύξ» ζοφερή νύχτα, ΕΜ β. «ὀλὸς λιβρός» μαύρο αίμα, Ανθ. Παλ. γ. «λιβρὸν σέλας» αμυδρό σέλας, Τραγ. αδεσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. λιβ (πρβλ. λίψ, λιβός) τού λείβω και συνδέεται … Dictionary of Greek
λιψ — (I) λίψ, λιβός, ὁ (Α) βλ. λίβας. (II) λίψ, λιβός, ἡ (Α) (μόνο στη γεν. και αιτ. εν.) (ως ονομ. χρησιμοποιείται η λιβάς ή το λίβος) 1. ρεύμα, ρυάκι («μέλιτος λίβα», Απολλ. Ρόδ.) 2. λοιβή*, σπονδή («φιλοσπόνδου λιβός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λιβ… … Dictionary of Greek