Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπο-καπνίζω

  • 1 ἀπο-καπνίζω

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπο-καπνίζω

  • 2 ἀποκαπνίζω

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀποκαπνίζω

  • 3 закоптить

    -пчу, -птишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закопченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. καπνίζω, καλύπτω με καπνιά•

    закоптить стекло καπνίζω το γυαλί•

    закоптить кастрюлю μαυρίζω την κατσαρόλα, ταριχεύω με κάπνισμα.

    2. αρχίζω να καπνίζω κλπ. ρ. βλ. коптить.
    καπνίζομαι, σκεπάζομαι από καπνιά•

    стены -лись οι τοίχοι μαύρισαν από τον καπνό.

    || ταριχεύομαι με κάπνισμα•

    рыба хорошо -лась το ψάρι καλά καπνίστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > закоптить

  • 4 выкурить

    ρ.σ.μ.
    1. καπνίζω ως το τέλος (τσυγάρο, πούρο). || καπνίζω, τελειώνω•

    брат -ил сигареты ο αδερφός κάπνισε όλα τα τσιγάρα.

    2. διώχνω, βγάζω έξω με τον καπνό•

    -ли, лису из норы έβγαλαν την αλεπού έξω από την κρύπτη με το καπνό•

    -ли пчел из ульи έδιωξαν τις μέλισσες από την κυψέλη με καπνό.

    καπνίζομαι• τελειώνω•

    все сигареты -лись όλα τα τσιγάρα τέλειωσαν (τα κάπνισαν).

    ρ.σ.μ.
    παλ. αποστάζω, παίρνω με απόσταξη.
    αποστάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выкурить

  • 5 задымить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. задымленный, βρ: -лен, -лена, -лею
    ρ.σ.μ.
    1. καπνίζω, μαυρίζω•

    -ли весь потолок μαύρισαν όλο το νταβάνι με τον καπνό.

    2. αρχίζω να καπνίζω, να βγάζω καπνό.
    1. καπνίζομαι, γίνομαι μαύρος από τον καπνό.
    2. αρχίζω να καπνίζω, να βγάζω καπνό.

    Большой русско-греческий словарь > задымить

  • 6 курить

    кури, куришь, μτχ. ενεστ. курящий
    ρ.δ. μ.
    1. καπνίζω, φουμάρω•

    курить воспрещается ή запрещается απαγορεύεται το κάπνισμα•

    сигару καπνίζω πούρο.

    2. θυμιατίζω, λιβανίζω.
    3. βγάζω, παίρνω με απόσταξη•

    курить смолу βγάζω πίσσα με απόσταξη.

    1. καπνίζω, βγάζω καπνό•

    вулкан -ится το υφαίστειο βγάζει, καπνό.

    2. αναδίδω υδρατμούς, αχνίζω. || ανταριάζω (καλύπτομαι από σύννεφα, σκόνη κ.τ.τ.).
    αιωρούμαι (για καπνό, ομίχλη κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > курить

  • 7 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

  • 8 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 9 выкоптить

    -пчу, -птишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкопченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. καπνίζω, ταριχεύω.
    2. σκεπάζω, καλύπτω με καπνιά•

    выкоптить стекло καπνίζω το γυαλί.

    1. καπνίζομαι, ταριχεύομαι.
    2. καλύπτομαι από καπνιά.

    Большой русско-греческий словарь > выкоптить

  • 10 дымить

    -млю, -мишь
    ρ.δ.
    καπνίζω, βγάζω καπνό•

    печь -ит ο φούρνος καπνίζει.

    || ατμίζω, εξατμίζω, αχνίζω.
    1. καπνίζω, βγάζω καπνό.
    2. υψώνομαι κατά τολύπες• εκτείνομαι σαν στρώμα•

    туман -йтся над болотом πάνω από το βάλτο ξαπλώθηκε στρώμα ομίχλης.

    Большой русско-греческий словарь > дымить

  • 11 накурить

    -урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накуренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.
    (με οργν.)|.
    1. καπνίζω, γεμίζω με καπνό τσιγάρων, ανταριάζω με το κάπνισμα•

    накурить в комнате ανταριάζω το δωμάτιο με το κάπνισμα•

    как здесь накурено! πως αντάριασε εδώ από το κάπνισμα!

    2. καίω αρωματική ουσία•

    накурить ладаном λιβανίζω.

    3. (με σημ. πολύ) αποστάζω, βγάζω με απόσταξη.
    καπνίζω πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > накурить

  • 12 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

  • 13 обкурить

    -урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обкуренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. окурить.
    2. καπνίζω, κιτρινίζω με τον καπνό•

    обкурить пальцы κιτρινίζω τα δάχτυλα από το τσιγάρο (το κάπνισμα).

    3. (για πίπα, τσιμπούκι) μαυρίζω από τό κάπνισμα.

    Большой русско-греческий словарь > обкурить

  • 14 καπνός

    Grammatical information: m.
    Meaning: `smoke, steam' (Il.).
    Dialectal forms: Myc. ka-pi-ni-ja.
    Derivatives: Subst. 1. κάπνη (Com.), short form of καπνοδόκη; also = καπνιαῖος λίθος ( PHolm.; s. below); 2. καπνία for κάπνη (Moer. 292, Gloss.; cf. Scheller Oxytonierung 56); 3. καπνίας m. name a) of a wine, that got a special taste from smoke (Com.), b) a kind of jasper, = καπνίτης, from the colour (Dsc., Plin.), c) of the poet Ekphantides (Ar. V. 151; ` διὰ τὸ μηδεν λαμπρὸν γράφειν' H.). 4. καπνίτης m. name of a stone, from the colour (Alex. Trall.; Redard Les noms grecs en - της 55), καπνῖτις f. plant name, `fumitory, Fumaria officinalis', from the smoke-coloured leaves (Ps.-Dsc.), also called κάπνιος and καπνός (Strömberg Pflanzennamen 27, Redard 72). - Adject. 5. κάπνε(ι)ος (sc. ἄμπελος) f. `vine with smoke-coloured grapes' (Arist., Thphr., pap.); 6. καπνώδης `smokey, smoke-coloured' (Arist., Thphr., Plb.); 7. καπνηλός ` smoke-like' (Nic. Th. 54); 8. καπνιαῖος λίθος ` smoke-coloured quarz' ( PHolm.). - Denomin. verbs. 1. καπνίζω, aor. καπνίσ(σ)αι, also with prefix, ἀπο-, περι-, ὑπο-, `smoke, make smoke, be smoke-coloured' (Il.) with κάπνισις `exposure to smoke' (Arist.), κάπνισμα ` incense' (AP), καπνιστήριον `steam-bath?' (Priene); 2. καπνόομαι `vanish into smoke' (Pi., E.); 3. καπνιάω `smoke a bee-hive' (A. R. 2, 131), after θυμιάω; 4. καπνείω `let vanish into smoke, burn' (Nic. Th. 36). - Beside καπνός there is an aorist ἀπὸ ( δε ψυχην) ἐκάπυσσεν `breathe forth' (Χ 467; κάπυσσεν Q. S. 6, 523), with the present καπύσσων ἐκπνέων H.; the supposed basis seems preserved in κάπυς πνεῦμα H. (also κάπος ψυχή, πνεῦμα). Uncertain is the gloss, given in the wrong place, καπυκτά πνέοντα H.; connected with καπύσσων?, cf ἀλύω (s.v.) with ἀλύσσω s. The stem with υ- also in καπυρός `dry etc.', s. v.; uncertain is κέκηφε τέθνηκε H., κεκαφηότα (Hom.), s. v.
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
    Etymology: An original *κϜαπ-νός (see Schwyzer 302; and s. below), but note that Myc. does not have a w, agrees with Lith. kvãpas `breath, smell'; beside it with ē-vowel kvėpiù,kvẽpti `gasp, breathe', Latv. kvêpstu, kvêpt `smoke, smell'; καπνός a. cogn. then seem to go back on IE. ku̯ep-. An old question is whether Lat. vapor `vapour, smoke' with v- for expected qu- is cognate. On the other hand Russ. kópotь `fine soot, dust' etc. presents a -less form, which cannot be explained from Slavic. Finally Germ., e. g. Goth. af- ƕapjan `suffocate, extinguish', af- ƕapnan `extinguish' show a root-final p for f (b). "Man hat somit in den verschiedenen Sprachen mit zahlreichen, nicht unerwarteten Entgleisungen zu rechnen. (Frisk)" - More forms in Pok. 596f.; cf. W.-Hofmann s. vapor, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kvẽpti, Vasmer Russ. et. Wb. s. kópotь. S. also Bq. - Schrijver (Laryng. in Latin, 260f.) assumed a laryngeal for Latvian, and posited * kuh₂ep-, a rare type that is perhaps impossible; also it is uncertain that this gave *κϜαπ-. IE origin, then, is improbable. * kap- is unprobelematic for Pre-Greek; an u-stem ( κάπυς) is frequent in Pre-Greek (s. Heubeck, Praegraeca 31-39), as is a suffix n- after consonant (Beekes, Pre-Greek, Suffixes). The Baltic (and Slavic) forms, and Lat. vapor are unclear, and may come form a substr. language. (I do not assume * kʷap-, as this would give *κ(ϝ)οπ-, cf. ἄλοξ, καλαῦροψ.)
    Page in Frisk: 1,781-782

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καπνός

  • 15 продымить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. продымленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    καπνίζω, γεμίζω καπνό• μυρίζω καπνό.
    καπνίζομαι μυρίζω από καπνίλα.

    Большой русско-греческий словарь > продымить

См. также в других словарях:

  • καπνίζω — (AM καπνίζω) [καπνός] 1. εκθέτω κάποιον ή κάτι σε καπνό, υποβάλλω κάποιον ή κάτι στην επίδραση καπνού 2. μαυρίζω κάτι με καπνό νεοελλ. 1. εισπνέω τον καπνό ο οποίος παράγεται από αναμμένα φύλλα τού φυτού καπνός που βρίσκονται καταλλήλως… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • σμύχω — Α 1. καίω κάτι σιγά σιγά, σιγοκαίω ή σιγοβράζω 2. συστέλλω («σμύχονται σάρκες», Αρετ.) 3. μτφ. (για τη θλίψη) βασανίζω κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.) 4. παθ. σμύχομαι μτφ. λειώνω από τη φωτιά τού έρωτα ή από υποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • αποκαπνίζω — (Α ἀποκαπνίζω) καπνίζω, θυμιατίζω, άρρωστο με καπνό από φάρμακα, άνθη του Επιταφίου κ.λπ. για να τον γιατρέψω νεοελλ. 1. καπνίζω το τσιγάρο μέχρι τέλους 2. καπνίζω με την ησυχία μου …   Dictionary of Greek

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • θυμιώ — θυμιῶ, άω (Α) 1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.) 2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα 3. καπνίζω κάτι για απολύμανση 4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 5. παθ. θυμιῶμαι, άομαι α) καίομαι β) μεταβάλλομαι σε καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ ιώ …   Dictionary of Greek

  • καπνιστής — ὁ, θηλ. καπνίστρια (για πρόσ.) αυτός που έχει τη συνήθεια να καπνίζει, να εισπνέει καπνό από τσιγάρο, πούρο, πίπα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνίζω. Η λ. καπνιστής μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος από τον Φ. Α. Βουτσινά, ενώ το… …   Dictionary of Greek

  • ακάπνιστος — η, ο (Α ἀκάπνιστος, ον) [καπνίζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς «τοίχος ακάπνιστος» 2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τόν έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός 3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»