-
1 ἀπο-θρύπτω
ἀπο-θρύπτω, ganz zerreiben, verweichlichen, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι καὶ ἀποτεϑρυμμένοι Plat. Rep. VI, 495 e.
-
2 θρύπτω
θρύπτω, [tense] aor. 1 ἔθρυψα ([etym.] ἐν-) Hp.Mul.1.75:—[voice] Pass. and [voice] Med., [tense] fut.Aθρυφθήσομαι Arr.An.4.19.2
;θρύψομαι Ar.
(v. infr. 11.2c), Luc.Symp. 4: [tense] aor. 1 , ([etym.] ὑπ-) dub. in AP5.293.15 (Agath.): [tense] aor. 2 ἐτρύφην [pron. full] [ῠ] ([etym.] δι-) Il.3.363,ἐθρύβην Dsc.5.123
: [tense] pf.τέθρυμμαι Hp.Vict.2.48
: (akin to θραύω):—break in pieces, break small, Pl.Cra. 426e, A.Ag. 1595; Νεῖλος βώλακα θ. Theoc.17.80:—[voice] Pass., to be broken small, , cf. AP12.61; χιόνος τὰ μάλιστα θρυφθησόμενα Arr.l.c.; of dried leguminous seeds, split, Thphr.HP8.11.3, cf. Sens.51; of air, to be dispersed, Arist.de An.l.c., Theo Sm.p.50 H.: the literal sense is more common in compds. ἀπο-, διαθρύπτω, etc.II metaph. in moral sense, enfeeble, esp. by debauchery and luxury,θ. τὰν ψυχάν Ti.Locr.103b
; corrupt, [ τινα] Pl.Lg. 778a, Phld.Mus.p.79K.;θ. τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα Jul.Or.1.10c
; [οἱ κόλακες] ἀποκναίουσι τῶν κολακευομένων τὰ ὦτα θρύπτοντες Ph.1.453
; θ. ἑαυτόν,= θρύπτεσθαι (v. infr.), Ael.Ep.9.2 more freq. in [voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med., to be enervated, unmanned,μαλακίᾳ θρύπτεσθαι X.Smp.8.8
;ἁπαλός τε καὶ τεθρυμμένος Luc.Charid.4
; θρύπτεται ἡ ὄψις is enfeebled, Plu.2.936f; οἱ τεθρυμμένοι τὰς ὄψεις weak-sighted people, A.D.Synt.199.5.b wanton, riot, ὅλην ἐκείνην εὐφρόνην ἐθρύπτετο f.l. in [S.]Fr.1127.9, cf. Luc.Pisc.31, Anach.29; display moral weakness, POxy.471.80 (ii A.D.); ἡδοναῖς ἀνάνδροις θ. Plu.2.751b;ἐπὶ τῷ κάλλει Phld.Hom.p.55
O.; ὄμμα θρυπτόμενον a languishing eye, AP5.286.8 (Agath.).c to be coy and prudish, bridle up, esp. when asked a favour, ;ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Eup.358
; ἁβρὰ καὶ θ. Charito 5.3;ἐθρύπτετο ὡς οὐκ ἐπιθυμῶν λέγειν Pl.Phdr. 228c
, cf. 236c, X.Smp.8.4; or when one pretends to decline an offer, Plu.Mar.14, Ant.12; θρύπτεσθαι πρός τινα give oneself airs to ward him, Id.Flam. 18, Luc.DMeretr.12.1.d grow conceited, τινι in or of a thing, AP 7.218.2 (Antip. Sid.);ἐσθῆτι πολυτελεῖ Ael.VH1.19
, etc.; brag, Hld. 2.10. -
3 ἀποθρύπτω
ἀπο-θρύπτω, ganz zerreiben, verweichlichen -
4 αποθρυπτω
-
5 θρίσαι
Grammatical information: v.Meaning: `cut off' (Archil., E., Dsc.), also συνέθρισε συνέτεμε, λεπτὰ ἐποίησεν. ἀπὸ τοῦ θρίσαι, ὅ ἐστι τεμεῖν H.; also ἀπο-θρίξαι, - ασθαι (v. l. E. Or. 128, Ael.), after θρίξ(?)Other forms: Aor. ἔθρισεν δόμον (A. Ag. 536), mostly derived from ἀπο-θερίσαιOrigin: IE [Indo-European]Etymology: Mostly understood as syncopated form of ἀπο-θερίσαι (LXX, Ael.; to θερίζω `mow (down)', s.v. θέρομαι), which is supposed to be a metrical licence. (Hardly after θραύω, θρύπτω (cf. Grošelj Živa Ant. 4, 175f.). Cf. on θρίψ.Page in Frisk: 1,685Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θρίσαι
-
6 δρύπτω
Grammatical information: v.Meaning: `scratch', esp. as sign of mourning (Il.).Derivatives: ἀμφι-δρυφής, ἀμφί-δρυφος `on both sides (cheeks) scratched' (Il.) (Schwyzer 513); δρυπίς f. name of a thorn-bush (Thphr.), cf. Strömberg Pflanzennamen 76. Only lexical δρυφή ἀμυχή, καταξυσμή, δρυφάδες ὄνυχες, καταξύσματα. λῦπαι, ὀδύναι. η τὰ ἀπὸ πληγῶν πελιώματα, δρύφη ξέσματα H. δρυφάξαι θακεῖν H. With -s: δρύψαλα)`leaves', δρύψελα πέταλα δρυώδη H., δρύψια `shavings'; δρυψόπαιδα την λαμυράν οἱ δε ἁπαλόπαιδα η ἐλεεινόν H.; δρυψογέροντας τοὺς ἀτόπους πρεσβύτας καὶ οἱονεὶ ἀτίμους H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Expressive form connected with δέρω, δρέπω (s. vv.). But hardly after θρύπτω (s. v.). The variants δρυφ- δρυψ- and δρυμ-άσσω (q.v.) clearly point to a Pre-Greek word (it is therefor ε improbable that it is a derivative of IE δέρω); Fur. 326, 348 etc. (Therefore not Iranian with Schwarz, Henning Memorial Volume, 1970, 386.Page in Frisk: 1,420-421Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δρύπτω
-
7 θραύω
Grammatical information: v.Meaning: `break in pieces, shatter, enfeeble' (IA).Derivatives: ( ἀπό-, σύν-)θραῦσις `the breaking etc.' (Arist.), acc. to H. also = σφῦρα, ἡ τοὺς βώλους θραύουσα, from which MoGr. dial. (Chios, Ikaros) θράψα (Kukules Άρχ. 27, 61ff.); θραῦμα (A. usw.), also θραῦσμα (Agatharch., Arist.) `fragment, crushing, wound'; θραυσμός `the breaking' (LXX), θραυστήριος `appropriate for breaking' (Aët.); θραυστός `breakable, broken' (Ti. Lokr., Thphr.); θραῦλον κόλουρον (wrong v. Blumenthal Hesychst. 38), θραῦρον τραγανόν, θραυόμενον H. (s. Schwyzer 282).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The α-vocalism is unexplained. Bechtel Lex. s. connects θρυλίζω, *θρυλίσσω ( θρυλίχθη, θρυλίξαι) etc, s. ib. Cf. θρύπτω.Page in Frisk: 1,680-681Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θραύω
См. также в других словарях:
θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω … Dictionary of Greek
τρυφή — η, ΝΜΑ 1. ζωή μαλθακή, άνετη και πλούσια, καλοπέραση (α. «ζει μέσα στην τρυφή» β. «εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφάς», Πλάτ.) 2. αγάπη για σαρκικές ηδονές, ηδυπάθεια, φιληδονία μσν. αρχ. χαρά, ευχαρίστηση αρχ. 1. η ιδιότητα τού μαλακού, απαλότητα … Dictionary of Greek
άθρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθρυπτος, ον) αθρυμμάτιστος, άθραυστος αρχ. 1. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάποιον ή κάτι 2. ο μη επιτηδευμένος, ο απροσποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + θρύπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀθρυψία] … Dictionary of Greek
διαθρύπτω — (AM) [θρύπτω] 1. καταθρυμματίζω, κατασυντρίβω, κάνω θρύψαλα 2. (για ψωμί) διανέμω σε τεμάχια αρχ. 1. κολακεύω 2. μέσ. διαθρύπτομαι κορδώνομαι, καμαρώνω, κολακεύομαι 3. παθ. διαφθείρομαι από κολακείες, χλιδή κ.λπ … Dictionary of Greek
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek
κεφαλοθρυψία — η ιατρ. η σύνθλιψη τής κεφαλής νεκρού εμβρύου για διευκόλυνση τής εξαγωγής του από τη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cepholotripsy < cephalo (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + tripsy (πρβλ. θρυψία < θρύπτης < θρύπτω)] … Dictionary of Greek
κρανιοθρυψία — η ιατρ. σύνθλιψη τής κεφαλής νεκρού εμβρύου για εξαγωγή του από τη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioclasie < crani(o) (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + clasie (< κλάσις < κλώ «σπάζω»). Το β συνθετικό αποδόθηκε στην… … Dictionary of Greek
οινόθρυπτος — οἰνόθρυπτος και δ. γρφ. αἰνόθρυπτος, ον (Α) αυτός που έχει εκθηλυνθεί ή έχει αδύνατο το σώμα από το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, κομματιάζω»)] … Dictionary of Greek
περιθρύπτω — Α κατακερματίζω, κομματιάζω από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρύπτω «θραύω, συντρίβω, κομματιάζω»] … Dictionary of Greek