-
1 αποφορήν
-
2 ἀποφορήν
-
3 ἐπι-τελέω
ἐπι-τελέω (s. τελέω), vollenden, ausführen, τὰ ἐπιτασσόμενα Her. 1, 51; τὸν προκείμενον ἄεϑλον ibd. 126; ὡς ἐπετελέσϑη τὸ οἴκημα 2, 121, 1; μαϑὼν τὸ χρηστήριον ἐπιτελεύμενον, in Erfüllung gehen, 2, 152; ἐπιτελέσαι ἃ ὐπέσχετο, sein Versprechen erfüllen, Thuc. 1, 138; ἃ ὑπεδέξατο οὐκ ἐπετέλει 2, 95; ἐπετετέλεστο τὸ τεῖχος 7, 2; ἔργῳ 1, 70, wie ἅττ' ἄν σοι λογιζομένῳ φαίνηται βέλτιστα, ταῦτα τοῖς ἔργοις ἐπιτέλει Isocr. 2, 38; ἱκανοὶ ὄντες ἃ ἂν νοήσωσιν ἐπιτελεῖν Plat. Gorg. 491 b; auch im med., κάλλιον τὴν κρίσιν ἐπιτελεσαίμεϑα Phil. 27 c; ἐπιτελεσϑέντος τοῦ λόγου Isocr. 5, 23; ὅπως ἡ εἰρήνᾷ ἐπιτελεσϑῇ, zu Stande komme, Dem. 18, 29; Sp. – Bes. von Opfern, verrichten, darbringen, Her. 1, 167. 2, 37 und oft; εὐχήν 1, 86; ὁρτάς, Feste feiern, u. ä.; Sp., wie D. Hal. 2, 30; χοάς 2, 52; ohne den Zusatz, ἐπετέλουν αὐτῷ, Ael. V. H. 12, 61; γάμον, Hochzeit ausrichten, Ath. XIII, 576 a; ἀποφορήν, φόρον, Tribut abtragen, Her. 2, 109. 5, 49. – Bei Plat. Legg. X extr. οἱ νομοφύλακες τὴν τῆς ἀσεβείας δίκην τούτοις ἐπιτελούντων, Strafe auferlegen u. vollziehen. – Med., τὰ τοῦ γήρως ἐπιτελεῖσϑαι, das Alter, die Lasten des Alters über sich nehmen, Xen. Mem. 4, 8, 8; Sp.; τὰς δίκας D. Hal. 10, 42.
-
4 επιτελεω
реже med.1) исполнять, выполнять(τὰ ἐπιτασσόμενα Her.; τὰς πράξεις Arst.)
; pass. исполняться, сбываться(τὸ χρηστήριον ἐπιτελεύμενον Her.) или образовываться, становиться (ἐξ ᾠοῦ ζῷον ἐπιτελεσθέν Arst.)
2) доводить до конца, завершать, оканчивать(τὸν προκείμενον ἄεθλον Her.; ἐπιτελεσθέντος τοῦ λόγου Isocr.)
3) восполнять, довершать(τὰ ἐλλιπῆ Arst.)
4) совершать(θυσίας Her., Arst.)
5) устраивать, справлять(ἀγῶνα, ὁρτάς Her.; γάμον Arst., Plut.)
6) платить, уплачивать(ἀποφορήν Her.)
7) (о наказании, возмездии) назначать, определятьτέν τῆς ἀσεβείας δίκην ἐ. τινι Plat. — карать кого-л. за нечестие;
ἥ δίκη τοῦ φόνου τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο Her. — за убийство (Леонида) спартанцы были отомщены смертью Мардония8) med. платиться, т.е. переносить, претерпеватьτὰ τοῦ γήρως ἐ. Xen. — терпеть тяготы старости;
ἱλαρῶς τὸν θάνατον ἐπετελέσατο Xen. — (Сократ) радостно встретил смерть -
5 ἐπιτάσσω
A put upon one as a duty, enjoin, τι Hdt.5.111, S.OC 839, etc. ; τί τινι, asἐ. ἄεθλόν τινι Hdt.4.43
, cf. 1.155 ; ;ἐπιτάξαντος τᾷ πόλει Γαλλίου σῖτον καὶ Ἀνχαρίου ἱμάτια SIG748.25
(i B.C.) : c. dat. pers. et inf., order one to do,ἐ. τοῖσι μὲν πεζὸν στρατὸν..παρέχειν Hdt.4.83
, cf. 3.159, Ar.V. 69, And.3.11, etc.: rarely c. acc. et inf., enjoin or order that.., X.Lac. 5.8 ; with the case omitted,ἐ. ἀποφορὴν ἐπιτελέειν Hdt.2.109
, cf. 137 : abs., impose commands, Th.1.140, al. ; τινί on one, S.Ant. 664:— [voice] Pass., accept orders, submit to commands,εἰ 'πιταξόμεσθα δή E.Supp. 521
;ἐπιταττόμενος Ar.V. 686
: c. inf.,οἱ ἐπιταττόμενοι γαμεῖν Pl.Lg. 925e
: c. acc. rei,ἄλλο τι ἐπιταχθήσεσθε Th.1.140
; of things, to be ordered,ὁ στρατὸς ὁ -θεὶς ἑκάστοισι Hdt.6.95
; soΛακεδαιμονίοις..ναῦς ἐπετάχθησαν ποιεῖσθαι Th.2.7
s. v.l. ; orders given,Hdt.
1.115 ;τἀπιταχθέντα Pl.Ti. 20b
, al. ; ; dictated,Th.
1.141 : Math., τὸ ἐπιταχθέν what was prescribed, Euc.4.1, al. ; πλευρὰς ἔχον ὅσας ἄν τις ἐπιτάξῃ with as many sides as you please, Papp.290.26.2 use the imperative mood,εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν μῆνιν ἄειδε θεά.. τὸ γὰρ κελεῦσαι, φησί,..ἐπίταξίς ἐστιν Arist.Po. 1456b16
; opp. κελεύειν, IG12.76.33.II place next or beside,[Σαγάρτιοι] ἐπετετάχατο ἐς τοὺς Πέρσας Hdt.7.85
;ἐπετέτακτο Ἀριστοκράτει Περικλῆς X.HG1.6.29
:—[voice] Med., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο ἐπὶ τῷ δεξιῷ they had the cavalry placed next, Th.6.67.2 place behind,ὄπισθεν τοῦ πεζοῦ τὴν ἵππον Hdt.1.80
, cf. Pl.R. 471d ([voice] Pass.):—[voice] Med.,ἐπιτάξασθαι τῇ φάλαγγι λόχους X.An.6.5.9
:—[voice] Pass., , cf. Plu.Luc.31, Ael.Tact. 29.8, Arr.Tact.25.10 ;Ἀράβιοι ἔσχατοι ἐπετετάχατο Hdt.7.87
.b Gramm., place after, in [voice] Pass.,αὐτὸς πάσῃ ἀντωνυμίᾳ -τάσσεται A.D.Pron.34.10
, cf. Synt.138.23.3 set in command over,τινί Arr.An.1.24.1
:—[voice] Pass., οἱ ἐπιτεταγμένοι set as guards over the wagons, Th.5.72 ;ταῖς βασιλικαῖς ἐπιστολαῖς -ταχθείς Philostr.VS2.24.1
, cf. Jul.Or.2.63d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτάσσω
-
6 ἐπιτελέω
A (Erythrae, iv B.C.), [dialect] Dor.[ per.] 3pl. [tense] fut.- τελεσσεῦντι Annuario 4
/5.225.27 (Rhodes, ii B.C.), [ per.] 3pl. [tense] pf.- τετελέκαντι SIG1158.3
(Delph., iii B.C.):—complete, finish, accomplish,ἐ. τὰ ἐπιτασσόμενα Hdt.1.115
, cf. 51,90 ; τὰς ἐντολάς ib. 157 ; τὸν προκείμενον ἄεθλον ib. 126 ;ἀποδείξιας Archyt.4
;ἐ. ἔργῳ ἃ ἂν γνῶσιν Th.1.70
;ταῦτα τοῖς ἔργοις ἐ. Isoc.2.38
;πόλεμον Plb.1.65.2
; esp. of the fulfilment of oracles, visions, etc., Hdt.1.13 ([voice] Pass.), al. ; εὐχήν ib.86 ;ἃ ὑπέσχετο Th.1.138
:—[voice] Med., τὴν κρίσιν ἐπιτελέσασθαι get it completed, Pl.Phlb. 27c ;καλὴν καὶ σεμνὴν πρᾶξιν -τετελεσμένος Plb.15.22.1
:—[voice] Pass., ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ that it may be brought to pass, Decr. ap. D.18.29 ; of movements, Hero Aut.19.5 ; [ παθήματα] τῇ ἀδελφότητι ἐ. IEp.Pet.5.9.3 [voice] Pass. in Logic, of a syllogism, to be made perfect, by reduction to the first figure, Id.APr. 28a5, 41b4.II discharge a religious duty,θυσίας Hdt.2.63
, Thphr. ap.Porph.Abst.2.16, Inscr.Prien.108.27 (ii B.C.) ;τὰ νομιζόμενα τοῖς θεοῖς PAmh.2.35.50
(ii B.C.) ;νηστείας καὶ ὁρτάς Hdt.4.186
;λατρείας Ep.Hebr.9.6
(so in [voice] Med.,εὐωχίαν ἐπετελέσατο Inscr.Prien.113.61
(i B.C.)): abs., sacrifice,τινί Ael.VH12.61
.2 celebrate,τὴν τοῦ Κυνὸς ἐ. ἐπιτολήν Olymp. in Mete.113.14
.III pay in full,ἀποφορήν Hdt. 2.109
; , cf. 82, 84 ;ἐπιμήνια Id.8.41
: metaph. in [voice] Med., ἐπιτελεῖσθαι τὰ τοῦ γήρως to have to pay, be subject to, the burdens of old age, X.Mem.4.8.8 ; ἐ. θάνατον have to pay the debt of death, Id.Ap.33:—[voice] Pass., ἡ δίκη.. τοῦ φόνου.. ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο was paid in full by.., Hdt.9.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτελέω
-
7 ἐπιτελέω
ἐπι-τελέω, vollenden, ausführen; μαϑὼν τὸ χρηστήριον ἐπιτελεύμενον, in Erfüllung gehen; ἐπιτελέσαι ἃ ὐπέσχετο, sein Versprechen erfüllen; ὅπως ἡ εἰρήνᾷ ἐπιτελεσϑῇ, zu Stande komme. Bes. von Opfern: verrichten, darbringen; ὁρτάς, Feste feiern; γάμον, Hochzeit ausrichten; ἀποφορήν, φόρον, Tribut abtragen; οἱ νομοφύλακες τὴν τῆς ἀσεβείας δίκην τούτοις ἐπιτελούντων, Strafe auferlegen u. vollziehen; τὰ τοῦ γήρως ἐπιτελεῖσϑαι, das Alter, die Lasten des Alters über sich nehmen
См. также в других словарях:
ἀποφορήν — ἀποφορά payment of what is due fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… … Dictionary of Greek
επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη … Dictionary of Greek