-
1 επιτελεω
реже med.1) исполнять, выполнять(τὰ ἐπιτασσόμενα Her.; τὰς πράξεις Arst.)
; pass. исполняться, сбываться(τὸ χρηστήριον ἐπιτελεύμενον Her.) или образовываться, становиться (ἐξ ᾠοῦ ζῷον ἐπιτελεσθέν Arst.)
2) доводить до конца, завершать, оканчивать(τὸν προκείμενον ἄεθλον Her.; ἐπιτελεσθέντος τοῦ λόγου Isocr.)
3) восполнять, довершать(τὰ ἐλλιπῆ Arst.)
4) совершать(θυσίας Her., Arst.)
5) устраивать, справлять(ἀγῶνα, ὁρτάς Her.; γάμον Arst., Plut.)
6) платить, уплачивать(ἀποφορήν Her.)
7) (о наказании, возмездии) назначать, определятьτέν τῆς ἀσεβείας δίκην ἐ. τινι Plat. — карать кого-л. за нечестие;
ἥ δίκη τοῦ φόνου τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο Her. — за убийство (Леонида) спартанцы были отомщены смертью Мардония8) med. платиться, т.е. переносить, претерпеватьτὰ τοῦ γήρως ἐ. Xen. — терпеть тяготы старости;
ἱλαρῶς τὸν θάνατον ἐπετελέσατο Xen. — (Сократ) радостно встретил смерть
См. также в других словарях:
ἀποφορήν — ἀποφορά payment of what is due fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… … Dictionary of Greek
επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη … Dictionary of Greek