Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀποτομία

См. также в других словарях:

  • ἀποτομία — ἀποτομίᾱ , ἀποτομία severity fem nom/voc/acc dual ἀποτομίᾱ , ἀποτομία severity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομίᾳ — ἀποτομίᾱͅ , ἀποτομία severity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποτομία — η (AM ἀποτομία) [απότομος] αυστηρότητα …   Dictionary of Greek

  • ἀποτομίας — ἀποτομίᾱς , ἀποτομία severity fem acc pl ἀποτομίᾱς , ἀποτομία severity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομίαι — ἀποτομίᾱͅ , ἀποτομία severity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομίαν — ἀποτομίᾱν , ἀποτομία severity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομίαις — ἀποτομία severity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολουρία — κολουρία, ἡ (Α) [κόλουρος] (κατά τον Ησύχ.) «ἀποτομία» …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԳԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0126 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 12c գ. ἁποτομία crudelitas, acerbitas Պակասութիւն գթոյ. անողորմութիւն. անագորունութիւն. անխնայութիւն. ... *Եղեւ ողորմած քահանայապետ, ոչ եւս օրինականացն անգթութեանց իշխել հրամայեալ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»