-
1 αποτομία
ἀποτομίᾱ, ἀποτομίαseverity: fem nom /voc /acc dualἀποτομίᾱ, ἀποτομίαseverity: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀποτομίᾱͅ, ἀποτομίαseverity: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αποτομια
-
3 ἀποτομία
ἀποτομία, ας, ἡ (ἀποτέμνω ‘cut off’; Diod S 12, 16, 3; Dionys. Hal. 8, 61; Plut., Mor. 13d τὴν ἀ. τῇ πραότητι μιγνύναι; Ps.-Demetrius, Eloc. 292 Roberts; POxy 237 VII, 40; PSI 1052, 9; BGU 1024 V, 13; Na 3:1 Sym.; Philo, Spec. Leg. 2, 94, In Flacc. 95) severity (opp. χρηστότης) ἀ. θεοῦ Ro 11:22 (twice).—DELG s.v. τέμνω. M-M. TW. -
4 ἀποτομία
Βλ. λ. αποτομία -
5 ἀποτομίᾳ
Βλ. λ. αποτομία -
6 ἀποτομία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀποτομία
-
7 αποτομία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αποτομία
-
8 ἀποτομία
строгость, суровость.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποτομία
-
9 ἀποτομία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποτομία
-
10 ἀποτομία
ἀποτομ-ία, ἡ,A severity,νόμων D.S.12.16
, POxy. 237 vii 40 (i A.D.);ἐπιτιμημάτων Plu.2.13d
; (Aug.); ;περὶ τὰ δίκαια D.H.8.61
; of tortures, Ph.2.287;καῦσις διὰ τὴν ἀ. Archig.
(?) ap.Aët.9.35.II cutting off, Dem.Ophth. ap. Aët.7.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτομία
-
11 ἀποτομία
ἀπο-τομία, das Abgeschnittensein, Schroffheit, Strenge -
12 αποτομίας
ἀποτομίᾱς, ἀποτομίαseverity: fem acc plἀποτομίᾱς, ἀποτομίαseverity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 ἀποτομίας
ἀποτομίᾱς, ἀποτομίαseverity: fem acc plἀποτομίᾱς, ἀποτομίαseverity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 αποτομίαι
-
15 ἀποτομίαι
-
16 αποτομίαν
-
17 ἀποτομίαν
-
18 αποτομίαις
-
19 ἀποτομίαις
-
20 663
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 663
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀποτομία — ἀποτομίᾱ , ἀποτομία severity fem nom/voc/acc dual ἀποτομίᾱ , ἀποτομία severity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομίᾳ — ἀποτομίᾱͅ , ἀποτομία severity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτομία — η (AM ἀποτομία) [απότομος] αυστηρότητα … Dictionary of Greek
ἀποτομίας — ἀποτομίᾱς , ἀποτομία severity fem acc pl ἀποτομίᾱς , ἀποτομία severity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομίαι — ἀποτομίᾱͅ , ἀποτομία severity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομίαν — ἀποτομίᾱν , ἀποτομία severity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομίαις — ἀποτομία severity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολουρία — κολουρία, ἡ (Α) [κόλουρος] (κατά τον Ησύχ.) «ἀποτομία» … Dictionary of Greek
ԱՆԳԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0126 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 12c գ. ἁποτομία crudelitas, acerbitas Պակասութիւն գթոյ. անողորմութիւն. անագորունութիւն. անխնայութիւն. ... *Եղեւ ողորմած քահանայապետ, ոչ եւս օրինականացն անգթութեանց իշխել հրամայեալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)