-
1 αποτομίαν
-
2 ἀποτομίαν
-
3 ἀποτομίαν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποτομίαν
См. также в других словарях:
ἀποτομίαν — ἀποτομίᾱν , ἀποτομία severity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)