Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπο-τομία

См. также в других словарях:

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοτομία — η, ΝΑ νεοελλ. (γεωδ. τοπογρ.) ειδική περίπτωση εφαρμογής τής εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά σημεία είναι απρόσιτο, όπως λ.χ. είναι ένα αδιάβατο έδαφος ή η κορυφή ενός καμπαναριού κ.λπ. αρχ. λοξή εντομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + τομία… …   Dictionary of Greek

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτομία — Το σύνολο των χειρουργικών επεμβάσεων που εκτελούνται στα ζώα. Η ζ., που διέπεται σε πολλές χώρες από ορισμένες διατάξεις σχετικά με την αναισθησία και την ασηψία, έχει σκοπό να εξετάσει και να αποκόψει ειδικούς ιστούς και όργανα για τη μελέτη… …   Dictionary of Greek

  • τενοντοτομία — η, Ν ιατρ. η ανοιχτή, δηλαδή με διάνοιξη τών υπερκείμενων ιστών, ή κλειστή, δηλαδή με εισαγωγή τού τενοντοτόμου κάτω από το δέρμα, διαίρεση ενός τένοντα με σκοπό τη βράχυνση, επιμήκυνση ή τη μετάθεσή του για τη διόρθωση ανωμαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • αδενο- — και αδεν α΄ συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το ουσ. ἀδήν ένος. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίθετα προς την αρχ. Ελληνική, όπου το ἀδενο ως α΄ συνθ. δεν παρουσιάζει αξιόλογη παραγωγικότητα… …   Dictionary of Greek

  • κρανιοτομία — η οστεοτομία τού θόλου τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniotomie < crani(o) (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + tomie (< νεώτ. λατ. tomia < τομία < τόμος < τέμνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ.… …   Dictionary of Greek

  • μυοτομία — και μυοτομή, η ιατρ. η χειρουργική τομή μυός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myotomie (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + τομία < τόμος < τέμνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] …   Dictionary of Greek

  • νευροτομία — και νευροτομή, η ιατρ. διατομή νεύρου για θεραπευτικό σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotomy < νευρ(ο) * + τομια (< τόμος < τέμνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • νεφροτομία — και νεφροτομή, η ιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία τέμνεται ο νεφρός προκειμένου να αφαιρεθεί λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephrotomie (< νεφρ[ο] * + τομία < τόμος < τέμνω). Η λ. νεφροτομή μαρτυρείται από το 1890… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»