-
1 απολίτευτος
-
2 ἀπολίτευτος
-
3 ἀπολίτευτος
II not fitted for public affairs, unstatesmanlike, Plu.Mar.31; ὑπατεία, λόγοι, Id.Crass. 12, 2.1034b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολίτευτος
-
4 απολίτευτον
ἀπολίτευτοςwithout political constitution: masc /fem acc sgἀπολίτευτοςwithout political constitution: neut nom /voc /acc sg -
5 ἀπολίτευτον
ἀπολίτευτοςwithout political constitution: masc /fem acc sgἀπολίτευτοςwithout political constitution: neut nom /voc /acc sg -
6 απολιτεύτους
-
7 ἀπολιτεύτους
-
8 απολίτευτα
-
9 ἀπολίτευτα
-
10 απολίτευτοι
-
11 ἀπολίτευτοι
См. также в других словарях:
ἀπολίτευτος — without political constitution masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολίτευτος — η, ο (AM ἀπολίτευτος, ον) αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής 2. ο απολίτιστος αρχ. μσν. ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς αρχ. 1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση 2.… … Dictionary of Greek
απολίτευτος — η, ο αυτός που δεν ξέρει να πολιτεύεται, να συμπεριφέρεται ανάλογα με τις περιστάσεις: Ήταν άνθρωπος ντόμπρος κι απολίτευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολίτευτον — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem acc sg ἀπολίτευτος without political constitution neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολιτεύτους — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολίτευτα — ἀπολίτευτος without political constitution neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολίτευτοι — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)