-
1 ἀπολίτευτος
ἀ-πολίτευτος, an Staatsgeschäften nicht teilnehmend, dazu ungeschickt; βίος, ein von den Staatsgeschäften zurückgezogenes Leben -
2 ἀν-έξ-οδος
ἀν-έξ-οδος, ohne Ausgang, wo man nicht herauskommen kann, λαβύρινϑος Rhian. 4 (XII, 93); Theocr. 12, 19; δυςχωρίαι D. Hal. 3, 59; ohne Erfolg, od. nicht für's Publikum taugend, καὶ ἀπολίτευτος λόγος Plut. stoic. rep. 5; ἡμέρα, Tag, an dem man keinen Feldzug beginnt, Qu. Rom. 25.
См. также в других словарях:
ἀπολίτευτος — without political constitution masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολίτευτος — η, ο (AM ἀπολίτευτος, ον) αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής 2. ο απολίτιστος αρχ. μσν. ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς αρχ. 1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση 2.… … Dictionary of Greek
απολίτευτος — η, ο αυτός που δεν ξέρει να πολιτεύεται, να συμπεριφέρεται ανάλογα με τις περιστάσεις: Ήταν άνθρωπος ντόμπρος κι απολίτευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολίτευτον — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem acc sg ἀπολίτευτος without political constitution neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολιτεύτους — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολίτευτα — ἀπολίτευτος without political constitution neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολίτευτοι — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)