-
1 αποκεφαλίζω
-
2 ἀποκεφαλίζω
-
3 ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφαλίζω 1 aor. ἀπεκεφάλισα (s. κεφαλή; Philod., περὶ σημ. 13, 29 G.; Epict 1, 1, 19; 24 al.; Artem. 1, 35; Cass. Dio 71, 28, 1; PHamb 57, 25 [160 B.C.]; Acta Alex. III col. IV, 24 (restored); IX rec. B, 8f (restored); Ps 151:7; Phryn. p. 341 L.) behead Ἰωάννην Mt 14:10; Mk 6:16, 27; Lk 9:9. -
4 ἀποκεφαλίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀποκεφαλίζω
-
5 αποκεφαλίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αποκεφαλίζω
-
6 αποκεφαλίζω
μετ. прям., перен. обезглавливать -
7 ἀποκεφαλίζω
обезглавливать, отсекать голову.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποκεφαλίζω
-
8 ἀποκεφαλίζω
+ V 0-0-0-0-1=1 Ps 151,7to behead [τινα] -
9 ἀποκεφαλίζω
A behead, Arr.Epict.1.1.24, LXXPs.151.7, v.l. in Artem.1.35; of a fish, Dorioap.Ath.7.287e:—[voice] Pass., Phld.Sign.13, 29, Arr.Epict.1.1.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκεφαλίζω
-
10 ἀποκεφαλίζω
-
11 κεφαλίζω
(→ἀποκεφαλίζω,,) -
12 αποκεφαλίσω
ἀ̱ποκεφαλίσω, ἀποκεφαλίζωbehead: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀποκεφαλίζωbehead: aor subj act 1st sgἀποκεφαλίζωbehead: fut ind act 1st sgἀποκεφαλίζωbehead: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
13 ἀποκεφαλίσω
ἀ̱ποκεφαλίσω, ἀποκεφαλίζωbehead: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀποκεφαλίζωbehead: aor subj act 1st sgἀποκεφαλίζωbehead: fut ind act 1st sgἀποκεφαλίζωbehead: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
14 αποκεφάλιζε
ἀ̱ποκεφάλιζε, ἀποκεφαλίζωbehead: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀποκεφαλίζωbehead: pres imperat act 2nd sgἀποκεφαλίζωbehead: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
15 ἀποκεφάλιζε
ἀ̱ποκεφάλιζε, ἀποκεφαλίζωbehead: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀποκεφαλίζωbehead: pres imperat act 2nd sgἀποκεφαλίζωbehead: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
16 αποκεφαλισθέντα
ἀποκεφαλίζωbehead: aor part pass neut nom /voc /acc plἀποκεφαλίζωbehead: aor part pass masc acc sg -
17 ἀποκεφαλισθέντα
ἀποκεφαλίζωbehead: aor part pass neut nom /voc /acc plἀποκεφαλίζωbehead: aor part pass masc acc sg -
18 αποκεφαλισμένον
ἀ̱ποκεφαλισμένον, ἀποκεφαλίζωbehead: perf part mp masc acc sg (doric aeolic)ἀ̱ποκεφαλισμένον, ἀποκεφαλίζωbehead: perf part mp neut nom /voc /acc sg (doric aeolic) -
19 ἀποκεφαλισμένον
ἀ̱ποκεφαλισμένον, ἀποκεφαλίζωbehead: perf part mp masc acc sg (doric aeolic)ἀ̱ποκεφαλισμένον, ἀποκεφαλίζωbehead: perf part mp neut nom /voc /acc sg (doric aeolic) -
20 αποκεφαλίξεται
ἀποκεφαλίζωbehead: aor subj mid 3rd sg (epic doric)ἀποκεφαλίζωbehead: fut ind mid 3rd sg
См. также в других словарях:
ἀποκεφαλίζω — behead pres subj act 1st sg ἀποκεφαλίζω behead pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκεφαλίζω — αποκεφαλίζω, αποκεφάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκεφαλίζω — (AM ἀποκεφαλίζω) κόβω το κεφάλι κάποιου νεοελλ. 1. κόβω το κεφάλι, αφαιρώ την κορυφή («το κόμμα αποκεφαλίστηκε») 2. καταδικάζω σε θάνατο με αποκεφαλισμό … Dictionary of Greek
αποκεφαλίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κόβω το κεφάλι ανθρώπου ή ζώου: Σε μερικές χώρες τους καταδικασμένους σε θάνατο τους αποκεφαλίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκεφαλισθέντα — ἀποκεφαλίζω behead aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκεφαλίζω behead aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλίξεται — ἀποκεφαλίζω behead aor subj mid 3rd sg (epic doric) ἀποκεφαλίζω behead fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλίσαι — ἀποκεφαλίζω behead aor inf act ἀποκεφαλίσαῑ , ἀποκεφαλίζω behead aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλιζομένους — ἀποκεφαλίζω behead pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλιζόμενοι — ἀποκεφαλίζω behead pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλιζόμενος — ἀποκεφαλίζω behead pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλισθεῖσαι — ἀποκεφαλίζω behead aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)