-
1 ἀποκεφαλίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀποκεφαλίζω
-
2 αποκεφαλίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αποκεφαλίζω
-
3 αποκεφαλίζω
μετ. прям., перен. обезглавливать -
4 ἀποκεφαλίζω
обезглавливать, отсекать голову.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποκεφαλίζω
-
5 607
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 607
См. также в других словарях:
ἀποκεφαλίζω — behead pres subj act 1st sg ἀποκεφαλίζω behead pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκεφαλίζω — αποκεφαλίζω, αποκεφάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκεφαλίζω — (AM ἀποκεφαλίζω) κόβω το κεφάλι κάποιου νεοελλ. 1. κόβω το κεφάλι, αφαιρώ την κορυφή («το κόμμα αποκεφαλίστηκε») 2. καταδικάζω σε θάνατο με αποκεφαλισμό … Dictionary of Greek
αποκεφαλίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κόβω το κεφάλι ανθρώπου ή ζώου: Σε μερικές χώρες τους καταδικασμένους σε θάνατο τους αποκεφαλίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκεφαλισθέντα — ἀποκεφαλίζω behead aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκεφαλίζω behead aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλίξεται — ἀποκεφαλίζω behead aor subj mid 3rd sg (epic doric) ἀποκεφαλίζω behead fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλίσαι — ἀποκεφαλίζω behead aor inf act ἀποκεφαλίσαῑ , ἀποκεφαλίζω behead aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλιζομένους — ἀποκεφαλίζω behead pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλιζόμενοι — ἀποκεφαλίζω behead pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλιζόμενος — ἀποκεφαλίζω behead pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλισθεῖσαι — ἀποκεφαλίζω behead aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)