-
21 ἀποκεφαλίξεται
ἀποκεφαλίζωbehead: aor subj mid 3rd sg (epic doric)ἀποκεφαλίζωbehead: fut ind mid 3rd sg -
22 αποκεφαλίσαι
-
23 ἀποκεφαλίσαι
-
24 αποκεφάλιζεν
ἀ̱ποκεφάλιζεν, ἀποκεφαλίζωbehead: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀποκεφαλίζωbehead: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
25 ἀποκεφάλιζεν
ἀ̱ποκεφάλιζεν, ἀποκεφαλίζωbehead: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀποκεφαλίζωbehead: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
26 гильотинировать
гильоти́н||и́роватьсов и несов καρατομώ, ἀποκεφαλίζω. -
27 обезглавить
обезглавитьсов, обезглавливать несов ἀποκεφαλίζω. -
28 отрубать
отрубатьнесов ἀποκόπτω, κόβω:\отрубать голову ἀποκεφαλίζω, καρατομώ. -
29 отсекать
отсекатьнесов ἀποκόβω, ἀποκόπτω:\отсекать голову ἀποκεφαλίζω, καρατομώ. -
30 αποκεφαλιζομένους
-
31 ἀποκεφαλιζομένους
-
32 αποκεφαλιζόμενοι
-
33 ἀποκεφαλιζόμενοι
-
34 αποκεφαλιζόμενος
-
35 ἀποκεφαλιζόμενος
-
36 αποκεφαλισθή
-
37 ἀποκεφαλισθῇ
-
38 αποκεφαλισθήναι
-
39 ἀποκεφαλισθῆναι
-
40 αποκεφαλισθής
См. также в других словарях:
ἀποκεφαλίζω — behead pres subj act 1st sg ἀποκεφαλίζω behead pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκεφαλίζω — αποκεφαλίζω, αποκεφάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκεφαλίζω — (AM ἀποκεφαλίζω) κόβω το κεφάλι κάποιου νεοελλ. 1. κόβω το κεφάλι, αφαιρώ την κορυφή («το κόμμα αποκεφαλίστηκε») 2. καταδικάζω σε θάνατο με αποκεφαλισμό … Dictionary of Greek
αποκεφαλίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κόβω το κεφάλι ανθρώπου ή ζώου: Σε μερικές χώρες τους καταδικασμένους σε θάνατο τους αποκεφαλίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκεφαλισθέντα — ἀποκεφαλίζω behead aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκεφαλίζω behead aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλίξεται — ἀποκεφαλίζω behead aor subj mid 3rd sg (epic doric) ἀποκεφαλίζω behead fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλίσαι — ἀποκεφαλίζω behead aor inf act ἀποκεφαλίσαῑ , ἀποκεφαλίζω behead aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλιζομένους — ἀποκεφαλίζω behead pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλιζόμενοι — ἀποκεφαλίζω behead pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλιζόμενος — ἀποκεφαλίζω behead pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλισθεῖσαι — ἀποκεφαλίζω behead aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)