-
1 αποδέκτης
-
2 ἀποδέκτης
-
3 αποδεκτης
-
4 αποδέκτης
ο1) получатель, адресат; 2) приёмщик; 3) ок.-д. станция назначения; 4):αποδέκτης συναλλαγματικής фин. — акцептант, трассант
-
5 ἀποδέκτης
A receiver: in pl., financial officials, established by Cleisthenes, IG2.38, D.24.162, Arist.Ath.48, Pol. 1321b33, Harp.: also at Thasos, IG12(8).608; in Egypt, ; iii 8 (iii A. D.), cf. Poll.8.114;ἀ. τῶν πολιτικῶν χρημάτων Jahresh.21
/2 Beibl. 255 (ii A. D.):—hence [suff] ἀποδεκ-τεύω, hold office of ἀποδέκτης, IG12(8).391,610 ([place name] Thasos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδέκτης
-
6 ἀποδέκτης
ἀπο-δέκτης, Abnehmer, Einnehmer -
7 αποδέκτης
acceptorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποδέκτης
-
8 αποδέκται
ἀποδέκτηςreceiver: masc nom /voc plἀποδέκτᾱͅ, ἀποδέκτηςreceiver: masc dat sg (doric aeolic) -
9 ἀποδέκται
ἀποδέκτηςreceiver: masc nom /voc plἀποδέκτᾱͅ, ἀποδέκτηςreceiver: masc dat sg (doric aeolic) -
10 αποδέκτας
ἀποδέκτᾱς, ἀποδέκτηςreceiver: masc acc plἀποδέκτᾱς, ἀποδέκτηςreceiver: masc nom sg (epic doric aeolic) -
11 ἀποδέκτας
ἀποδέκτᾱς, ἀποδέκτηςreceiver: masc acc plἀποδέκτᾱς, ἀποδέκτηςreceiver: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 κωλ-ακρέτης
κωλ-ακρέτης, ὁ (od. eigtl. κωλαγρέτης, von κωλῆ ἀγείρω, wie auch Tim. lex. Plat. steht), Sammler der Opferstücke, ein uraltes, vorsolonisches Staatsamt in Athen; seit Klisthenes sind die Kolakreten überhaupt ταμίαι τῶν εἰς ϑεοὺς ἀναλωμάτων, besorgen also auch öffentliche Speisungen u. Opfermahle, bekommen aber von den Opferthieren die Häute u. die Füße; sie zahlen aber auch den Richtersold aus, vgl. Tim. lez., Schol. Ar. Vesp. 695; dah. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, du paßt auf den Zahler, um nur deine drei Obolen Richtersold zu bekommen, Ar. ibd.; so stehen Ach. 1541 τὸν κωλακρέτην τὰ τριώβολα neben einander; komisch κωλακρέτου γάλα πίνειν, Vesp. 724, das Geld des Zahlmeisters, mit Anspielung auf ὀρνίϑων γάλα. Es waren ihrer zwölf nach der Zahl der Phratrien. Vgl. Böckh Staatshaush. I p. 186 ff. u. Ruhnk. zu Tim. 171. S. auch ἀποδέκτης.
-
13 αποδοχεύς
-
14 αποδόχος
ο1) см. αποδέκτης; 2) водосточная труба -
15 αποδεκτών
-
16 ἀποδεκτῶν
-
17 αποδέκταις
-
18 ἀποδέκταις
-
19 αποδέκτη
-
20 ἀποδέκτῃ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀποδέκτης — receiver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδέκτης — Το πρόσωπο ή η αρχή όπου απευθύνεται ένα τηλεγράφημα, ένα τηλεφώνημα, μία επιστολή κλπ. Έτσι λέγεται επίσης και o τελικός σταθμός προορισμού ενός τηλεγραφήματος, ενώ o ενδιάμεσος σταθμός που πιθανώς να το δεχτεί λέγεται ενδιάμεσος σταθμός… … Dictionary of Greek
αποδέκτης — ο 1. οπαραλήπτης: Το τηλεγράφημα παραδόθηκε στον αποδέκτη την ίδια μέρα. 2. αυτός που δέχεται (με την υπογραφή του) την υποχρέωση να πληρώσει: Ήταν ο αποδέκτης της συναλλαγματικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποδέκται — ἀποδέκτης receiver masc nom/voc pl ἀποδέκτᾱͅ , ἀποδέκτης receiver masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδεκτῶν — ἀποδέκτης receiver masc gen pl ἀποδεκτός acceptable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέκταις — ἀποδέκτης receiver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέκτην — ἀποδέκτης receiver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέκτου — ἀποδέκτης receiver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέκτῃ — ἀποδέκτης receiver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταποδέκτης — ὁ, Α ο συλλέκτης τού σιταριού για τα δικαιώματα τού κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀποδέκτης (< ἀποδέχομαι), πρβλ. χρυσ αποδέκτης] … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek