-
1 αχύρου
ἄχυρονchaff: neut gen sgἄχυροςchaff-heap: masc gen sgἀχύ̱ρου, ἀχυρόςchaff-heap: masc gen sgἀ̱χύρου, ἀχυρόωmix chaff: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀχυρόωmix chaff: pres imperat act 2nd sgἀχυρόωmix chaff: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ἀχύρου
ἄχυρονchaff: neut gen sgἄχυροςchaff-heap: masc gen sgἀχύ̱ρου, ἀχυρόςchaff-heap: masc gen sgἀ̱χύρου, ἀχυρόωmix chaff: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀχυρόωmix chaff: pres imperat act 2nd sgἀχυρόωmix chaff: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 μώϊον
μώϊον, τό, Egyptian word for aA receptacle, box or jar, PHib.1.49.8, PPetr.3p.186 (iii B. C.);χαλκωμάτων PSI4.428.78
(iii B. C.); prob. also a measure of capacity,ἀχύρου μώϊα μα Ostr.Bodl. i231
(ii B. C.): pl. writtenμώεια PCair.Zen.167.7
(iii B. C.); sg. writtenμούειον POxy.146.3
(vi A. D.); cf. μώστιον. -
4 σαργάνιον
σαργάν-ιον, τό,= foreg.,Aἀχύρου σ. ἕν PLips.21.18
(iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαργάνιον
-
5 ἀποδέκτης
A receiver: in pl., financial officials, established by Cleisthenes, IG2.38, D.24.162, Arist.Ath.48, Pol. 1321b33, Harp.: also at Thasos, IG12(8).608; in Egypt, ; iii 8 (iii A. D.), cf. Poll.8.114;ἀ. τῶν πολιτικῶν χρημάτων Jahresh.21
/2 Beibl. 255 (ii A. D.):—hence [suff] ἀποδεκ-τεύω, hold office of ἀποδέκτης, IG12(8).391,610 ([place name] Thasos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδέκτης
См. также в других словарях:
ἀχύρου — ἄχυρον chaff neut gen sg ἄχυρος chaff heap masc gen sg ἀχύ̱ρου , ἀχυρός chaff heap masc gen sg ἀ̱χύρου , ἀχυρόω mix chaff imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀχυρόω mix chaff pres imperat act 2nd sg ἀχυρόω mix chaff imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
от худого должника хоть мякиною бери — Ср. Für alte Schuld nimm Bohnenstroh. Ср. D un mauvais payeur prend paille pour ton labeur. Ср. De mauvais payeur prent on avainue. Prov. anacien. XIII s. Ср. Le Roux de Lincy. Prov. fr. Ср. Άπο κακού δανειστού, κ αν σακκίον άχύρου. От худого… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
От худого должника хоть мякиною бери — Отъ худого должника хоть мякиною бери. Ср. Für alte Schuld nimm Bohnenstroh. Ср. D’un mauvais payeur prend paille pour ton labeur. Ср. De mauvais payeur prent on avainue. Prov. anacien. XIII s. Ср. Le Roux de Lincy. Prov. fr. Ср. Ἀπὸ κακοῦ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
плева — ПЛЕВ|А (15), Ы с. 1.Тонкая оболочка, перепонка: мозгъ же ѹбо иноразлично ѥсть… и разнозрачно. и слоѥвато. тонкою плѣвою обложено. Пал 1406, 46б. 2. Чаще мн. Солома, мякина; шелуха: искра мѹдивъши. въ плѣвахъ въземлѥть пламы. (ἐν ἀχύροις) СбТр… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αθερίζω — ἀθερίζω (Α) δίνω μικρή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, αδιαφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε παράγεται από αρχ. τ. *ἄθερος, που θα συνδεόταν προς το αρχ. ινδ. adhara και θα σήμαινε όπως αυτό «τον μηδαμινό, ανάξιο λόγου», είτε συνδέεται προς… … Dictionary of Greek
ανεμίδι — Ελαφρός άνεμος· έτσι ονομάζεται επίσης και η ανέμη (βλ. λ.). (Βοτ.) Α. λέγεται το περίβλημα των κόκκων του σιταριού και των οσπρίων, που παρασύρονται από τον άνεμο κατά το λίχνισμα. Τα α. περιέχουν θρεπτικές ουσίες ανώτερες από εκείνες του άχυρου … Dictionary of Greek
αραχίδα — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία α. η υπόγεια. Είναι ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών και παράγει ξηρούς καρπούς που περιέχουν ένα ή περισσότερα εδώδιμα σπέρματα, γνωστά με την ονομασία αράπικα φιστίκια. Η α … Dictionary of Greek
γυψοσανίδα — η κατασκευή από γύψο, μικρά κομμάτια ξύλου, άχυρου κ.λπ. σε σχήμα σανίδας, που χρησιμοποιείται σε ελαφρές δομικές εργασίες … Dictionary of Greek
ευυπόληπτος — η, ο (ΑΜ εὐυπόληπτος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που έχει καλή υπόληψη, καλή εκτίμηση στην κοινωνία, ο αξιότιμος («ευυπόληπτος έμπορος») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐυπόληπτον η καλή υπόληψη, αξιοπρέπεια μσν. αρχ. αυτός που παρασύρεται εύκολα («τὸ… … Dictionary of Greek