-
1 ἀπο-δέκτης
ἀπο-δέκτης, ὁ, Abnehmer, Einnehmer, nach Poll. 8, 97. 114 δέκα, οἳ τούς τε φόρους καὶ τὰς εἰςφορὰς καὶ τὰ τέλη ὑπεδέχοντο καὶ τὰ περὶ τούτων ἀμφισβητήσιμα ἐδίκαζον; Dem. 24, 162 Aesch. 3, 25 Arist. pol. 6, 8; vgl. Böckh Staatshaush. I S. 171 f.
-
2 ἀποδέκτης
ἀπο-δέκτης, Abnehmer, Einnehmer -
3 δέχομαι
Grammatical information: v.Meaning: `take, accept, receive etc.' (Att.)Other forms: δέκομαι (Ion. Aeol. Cret.), aor. δέξασθαι (Il.). 3. pl. δέχαται (Μ 147), ep. aor. ptc. δέγμενος, ind. ἐδέγμην etc., (metr. determined), προτί-δεγμαι προσδέχομαι H. (cf. Debrunner ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ 1, 77ff.; on the analogical aspirata c.q. media s. Schwyzer 772 and 769 n. 6).Derivatives: - δόκος as second member in comp. (Il.; also Att.), e. g. ἰο-δόκος `receiving arrows' (ep.), δωρο-δόκος `accepting presents, corruptable' (Att.); also the simplex δοκός `beam' (s. v.); δοχός `container' (Thphr., H.). δοκάν θήκην H.; also in ἀν-δοκά `surety' (Cret.), ἐσ-δοκά `taking over' (Arc.) etc., ( ἀνα-, ἐκ- etc.) δοχή (Att.) with δοχαῖος (Nic.), δοχικός (Pap.); ἀνδοκεύς `guarantor' (H.; Dor., cf. E. Kretschmer Glotta 18, 91); ( ἐκ-, ὑπο- etc.) δοχεύς `receiver etc.' (hell. and late); πανδοκεύς `inn-keeper' (retrograde formation, cf. Boßhardt 57); to δοχεύς: ( ἐκ-, ὑπο- etc.) δοχεῖον `container' (hell. and late). ( ἀπό-, ἔκ- etc.) δέξις `reception' (Hdt.) with δέξιμος `acceptable' (pap.). ( ἐκ-, δια- etc.) δέκτωρ `who undertakes' (A.). ( ἀπο-)δεκτήρ `intaker', an official (X.) with the fem. δέκτρια (Archil.). δέκτης `beggar' (δ 248); ἀπο-, ὑπο-δέκτης `intaker' (Att. hell. and late; with ( ἀνα-, ὑπο- etc.) δεκτικός `prepared to adopt' (Arist.); ὑποδέξιος `id.' (Hdt.), ὑποδεξί̄η `friendly reception' (Ι 73). ἀρι-δείκετος, δεξαμενη `watercollector' (ptc. δεξαμένη with oppos. accent) - δόκιμος, δόχμη s. v.; δόκανα, δοκάνη s. δοκός. - Deverb. δοκέω ( δοκεύω, δοκάζω), προσ-δοκάω (s. vv.). On δεκανᾶται ἀσπάζεται H. s. δηδέχαται. On δεκάζω (from δεκάς) s. δέκα.Origin: IE [Indo-European] [189] *deḱ- `take, accept'Etymology: Several forms IE deḱ-, doḱ- which can be combined with δέκομαι. E.g. Lat. decet `it is fitting' with decus n. (= Skt. *dáśas- in daśas-yáti `honour', MIr. dech `the best'; cf. also δεξιός), dignus, doceō etc.; δέκομαι therefore prop. `consider something as fitting, gern aufnehmen'? - From Armenian here primary tesanem, aor. tesi `see'?; cf. δοκεύω. - Uncertain Arm. ǝncay `gift', Toch. A täk- `judge', tāskmāṃ `similar', B tasemane `id.', and Slavic and Germanic words, e. g. OCS dešǫ, desiti `find' (s. δήω), OHG gi-zehōn `order'. - Isolated is Skt. dāś-noti, dā́ṣṭi, dā́śati `bring a sacrifice, honour', s. δηδέχαται. (Impossible is connection with Skt. átka- `mantle'.) - From Greek here δεξιός, from the zero grade of an s-stem ( decus) *deḱs- with adverbial loc. *deḱsi `right'; s. δεξιός. - S. Pok. 189ff.; and Fraenkel Lit. et. Wb. s. dẽšinas, Vasmer Russ. et. Wb. s. desitь.Page in Frisk: 1,373-374Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δέχομαι
См. также в других словарях:
δέκτης — I (Ανατ.). Νευρικό κύτταρο που αντιδρά σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, παράγοντας νευρικά ερεθίσματα. Δ. αποκαλείται και μία περιοχή στην επιφάνεια ενός κυττάρου, στην οποία πρέπει να συνδεθεί μία χημική ουσία του σώματος για να εκδηλωθεί το ειδικό … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν … Dictionary of Greek
πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας … Dictionary of Greek
στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek
μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… … Dictionary of Greek
ραδιοτηλεσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη μελέτη και τον εντοπισμό γαλαξιακών και αστρικών ραδιοπηγών, οι οποίες εκπέμπουν, με μορφή θορύβου, ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκη κύματος μεταξύ 1 χιλιοστού και περίπου 30 μ.· χρησιμεύει ακόμα για… … Dictionary of Greek