-
1 ἀπληστεί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπληστεί
-
2 ἀπληστεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπληστεύομαι
-
3 ἀπληστία
ἀπληστ-ία, ἡ,A insatiate desire, greediness, whether of food or money,ὑπὸ τῆς ἀπληστίας Pherecr.156
;εἰς τοσαύτην ἀ. ἀφίκοντο Lys.12.19
, cf. D.36.44;διὰ τὴν ἀ. Pl.Grg. 493b
;ἀ. τρόπων D.22.67
(interpol.);γαστρός Ph.1.360
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπληστία
-
4 ἀπλήστοινος
ἀπλήστ-οινος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπλήστοινος
-
5 ἄπληστος
ἄπληστ-ος, ον,A insatiate, greedy, Thgn.109, S.El. 1336, Arist.HA 591b2, etc.; sts. confounded with ἄπλαστος (i.e. ἄπλατος), q.v.II Adv.-τως, ἔχειν Pl.Grg. 493c
, al.; ἀ. διακεῖσθαι orἔχειν πρός τι X.Cyr.4.1.14
, Isoc.5.135,8.7: also neut. pl. as Adv.,αἰάξας ἄπληστα CIG2240
([place name] Chios).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπληστος
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский