-
1 απλανείς
ἀπλανήςnot wandering: masc /fem acc plἀπλανήςnot wandering: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 ἀπλανεῖς
ἀπλανήςnot wandering: masc /fem acc plἀπλανήςnot wandering: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
3 προσλάμπω
A shine upon, Pl.R. 617a:—[voice] Pass.,τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Placit.2.17.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσλάμπω
-
4 σύνοδος
A = συνοδοιπόρος, AP7.635 (Antiphil.), Arr.Epict. 2.14.8, 3.21.5, Certamen 245, Man.5.58.------------------------------------σύνοδος (B), ἡ,A assembly, meeting, esp. for deliberation, Orac. ap. Hdt.9.43, And.1.47, Th.1.96, 119, IG42(1).68.93 (Epid., iv B.C.), etc.;ξ. Ἀχαιῶν E.Hec. 107
(anap.);σ. κώμης BGU1648.6
(ii A.D.);σ. συλλεγῆναι Hdt.9.27
; (prose decree);ἀπὸ κοινῶν ξ. βουλεύειν Th.1.97
; ἐκ τῶν ξ. Id.5.17; σ. πρὸς τῷ διαιτητῇ meeting of parties in court, D.54.29: pl., of political clubs or conspiracies, Sol.4.22, Ar.Eq. 477, Th.3.82, Pl.Tht. 173d; ἑταιρείας μὴ ποιεῖσθε μηδὲ ς. Isoc.3.54; also of private meetings or gatherings for discussion, διαλεκτικαὶ ς. Arist.Top. 159a32; of synods of the church, Cod.Just.1.1.7.12.2 national gathering, Th.3.104, Pl.Smp. 197d; αἱ ἀρχαῖαι θυσίαι καὶ ς. Arist.EN 1160a26: hence, society for festal purposes,τῶν ἐρανιστῶν IG22.1369.32
;τῶν μυστῶν SIG851.25
(Smyrna, ii A.D.);τῶν Ἀσκλαπιαστᾶν IG42(1).679
(Epid.).3 company, guild, (Delph., ii B.C.); [ συγγεωργῶν] Sammelb.7457.5,9 (ii B.C.); athletic club, OGI486.17 (Pergam., ii A.D.), 713.9 (Alexandria, iii A.D.); ἡ ἱερὰ ξυστικὴ περιπολιστικὴ.. ς. PLond.3.1178.38 (ii A.D.), cf. POxy.908.9 (ii A.D.), IG22.1350.5 = συνουσία, sexual intercourse, Arist.HA 541a31, Clearch.49, Ph.1.148, Plu.Lyc. 15, Gal.15.47.II of things, coming together, constriction, κυάνεαι σύνοδοι θαλάσσας, of the straits of the Bosporus, E.IT 393 (lyr.); ἡ σ. τοῦ πλησίον ἀλλήλων τεθῆναι the coming together resulting from juxtaposition, Pl.Phd. 97a; ἡ τῆς πιλήσεως ς. Id.Ti. 58b; ἡ τοῦ ὕδατος ς., viz. ice, ib. 61a; ὅσον διαχυτικὸν.. τῶν περὶ τὸ στόμα ς. whatever relaxes.. constriction in the organ of taste, ib. 60b;ἀναγκαῖον τῶν τοιούτων γίνεσθαι σύνοδον, ἀλλ' οὐ διὰ ψύξιν Arist. GA 764b7
; ἡ εἰς αὑτὸν ς. contraction of a muscle, Gal.UP12.8, cf. Id.4.391; ἡ σ. ἡ κατὰ [τὴν οὐσίαν] λεγομένη the union of matter and form, viz. the concrete object, Arist.Metaph. 1033b17; concourse, assemblage,παθῶν Longin.10.3
; of the parts of the foetus, Sor.2.64; combination of numbers, Theol.Ar.8;σημείων Gal.16.505
.2 Astron., conjunction,τῶν πλανήτων καὶ πρὸς αὑτοὺς καὶ πρὸς τοὺς ἀπλανεῖς Arist. Mete. 343b30
; of the sun and moon, Plu.2.269c, IG14.2126 ([place name] Rome);ἡλίου καὶ σελήνης Gal.18(2).240
;σ. ἐκλειπτικὴ σελήνης πρὸς ἥλιον Plu. Rom.12
; αἱ ς., of the times of new moon, Zeno Stoic.1.34;αἱ τῶν μηνῶν σ. ψυχραὶ διὰ τὴν τῆς σελήνης ἀπόλειψιν Arist.GA 738a20
, cf. Thphr.Sign.5, LXX De.33.14.3 Gramm., construction, A.D.Synt. 28.11, al.III incoming of revenue,χρημάτων σύνοδοι Hdt.1.64
; revenues, ἀπὸ τῶν ς. IG11(4).1217 ([place name] Delos); τῶν φερόντων τὴν σ. τοῦ Διὸς τοῦ ξενίου ib.22.1012.15 (ii B.C.); οἱ τὴν σ. φέροντες τῷ θεῷ ib.22.1326.6. (Written sunhod-, i.e. συνὁδ-, in a Latin inscr., CIL12.2519.2,3,4 (i B.C.(?)); also synhod-, ib.6, IG14.2495 ([place name] Nemausus), CIL12.3183 (ibid.), 6.10117 ([place name] Rome).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνοδος
-
5 ἰσόχρονος
ἰσόχρον-ος, ον,A equal in period of revolution,οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες ἰσόχρονοί εἰσιν ἀλλήλων Eudox. Ars16.15
; equal in period of maturity, cj. in Thphr.CP1.18.3 ( περισσόχρονος codd., παρισό- Schneid., alternatively).II Gramm., consisting of the same number of time-units, A.D.Synt.272.23, Hermog.Id.1.12, Aristid.Quint.1.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόχρονος
См. также в других словарях:
ἀπλανεῖς — ἀπλανής not wandering masc/fem acc pl ἀπλανής not wandering masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απλανείς αστέρες — (Αστρον.).Αστέρες που οι κινήσεις τους είναι ασήμαντες και σε πρώτη προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί ότι διατηρούν αμετάβλητες τις αποστάσεις ανάμεσά τους και ανατέλλουν και δύουν με την ίδια πάντοτε τάξη, σε αντίθεση με τους πλανήτες, που πλανώνται … Dictionary of Greek
αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… … Dictionary of Greek
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek
πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
Astrology — Not to be confused with Astronomy. ‹ The template below (Ast box) is being considered for merging. See templates for discussion to help reach a consensus. › … Wikipedia
Definition of planet — Photograph of the crescent planet Neptune (top) and its moon Triton (center) … Wikipedia
Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… … Dictionary of Greek
ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek