Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συνὁδ-

См. также в других словарях:

  • ευάφορμος — εὐάφορμος, ον (Μ) 1. πρόσφορος, έτοιμος («εὐάφορμος ἀπολογία», Ακροπ. Γ.) 2. αυτός που γίνεται με καλή αφορμή, που εύκολα μπορεί να δικαιολογηθεί, εύλογος, δικαιολογημένος («οὐκ εὐάφορμος ἡ διχοστασία τῶν ἐκκλησιῶν γέγονε», Πράξ. Συνόδ. Εφέσ.).… …   Dictionary of Greek

  • παροδίτης — ό, θηλ. παροδῑτις, Α αυτός που περνά από τον δρόμο, ο διαβάτης, ο περαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάροδος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. συνοδ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • συνοδικός — ή, ό / συνοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνοδος] αυτός που αναφέρεται σε σύνοδο τού Ηλίου και τής Σελήνης νεοελλ. 1. αστρον. όρος χρησιμοποιούμενος κατά τη μελέτη των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων τού ηλιακού συστήματος στην περίπτωση όλων τών κατά πλάτος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»