-
1 ἀπεργάζομαι
ἀπεργ-άζομαι, [tense] pf. -είργασμαι, sts. [voice] Act., Pl.Lg. 704c, Ti. 30b, al., sts. [voice] Pass., R. 566a, Phdr. 272a, al.: [tense] aor. - ειργάσθην always in pass. sense, Id.R. 374c, al.:—A finish off, complete, bring to perfection,τὰ ξύλινα τοῦ τείχους Ar.Av. 1154
; freq. in Pl.,ἔργον ἀ. Grg. 454a
, R. 353c, 603a, al.;εὐδαίμονα πόλιν ἀ. Lg. 683b
;τόν τε πολιτικὸν ἀ. καὶ τὸν φιλόσοφον Plt. 257a
;ἡ τέχνη ἐπιτελεῖ ἃ ἡ φύσις ἀδυνατεῖ ἀπεργάσασθαι Arist.Ph. 199a16
.2 of a painter, fill up with colour, represent in a finished picture, opp. ὑπογράψαι ( sketch),ἀ. ἀκριβῶς Pl.R. 548d
.3 finish a contract, X.Mem.1.6.5.II cause, produce, Pl.Ti. 28e, al.;τὸ πλέον καὶ τὸ ἔλαττον Id.Phlb. 24e
; δόξαν ψευδῆ ib. 40d;νίκην καὶ σωτηρίαν Id.Lg. 647b
; πανουργίαν ἀντὶ σοφίας ib. 747c; , etc.; folld. by inf., enable,τὸ ἀπεργαζόμενον ὀρθῶς χρῆσθαι Pl.Euthd. 281a
.III c. dupl. acc., make so and so,ἀγαθὸν ἀ. τινα X.Smp.8.35
;τοὺς παῖδας ἀ. δειλοτέρους Pl.R. 381e
, cf. Plt. 287a, al.: [tense] pf. in pass. sense, ἀπειργασμένος τύραννος finished tyrant, R. 566a;τέχνη ἀπειργασμένη Phdr. 272a
;ἀνὴρ ἀ. καλὸς κἀγαθός X.Oec.11.3
.2 ἀ. τινά τιδο something to one,ὅ τι ἀγαθὸν ἡμᾶς ἀπεργάζεται Pl.Chrm. 173a
, cf. Riv.135e; ὅπερ ὕδωρ γῆν ἀ. as water acts upon earth, Id.Ti.61b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεργάζομαι
-
2 ἀπεργασία
ἀπεργ-ᾰσία, ἡ,A finishing off, completing, of painters,πρὸς τὴν ἀ. τὴν τῶν εἰκόνων Pl. Prt. 312d
; execution, workmanship, Arist.Po. 1448b18.II causing, producing,ἀ. χάριτος καὶ ἡδονῆς Pl.Grg.4.62c
; ἔργου, ὑγιείας, Euthphr. 13d, 13e;ἐνύλων εἰδῶν Iamb.Comm.Math.9
.V efficacy,ἡ ἐν ταῖς θυσίαις ἀ. Iamb.Myst.5.8
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεργασία
-
3 ἀπεργαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεργαστικός
-
4 ἀπείργαθον
Aἀπεργ- Hsch.
), poet. [tense] aor. 2 of ἀπείργω:—keep away,Πηλείωνα δόλῳ ἀποέργαθε λαοῦ Il.21.599
; ῥάκεα μεγάλης ἀποέργαθε οὐλῆς he pushed back the rags from the scar, Od, 21.221; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπείργαθον
См. также в других словарях:
-ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… … Dictionary of Greek