-
1 απαράβατος
-
2 ἀπαράβατος
-
3 απαραβατος
-
4 ἀπαράβατος
ἀπαράβατος, ον (s. παραβαίνω; belonging to later Gk. [Phryn. 313 Lob.]; not LXX) Hb 7:24 usu. interpr. ‘without a successor’. But this mng. is found nowhere else. ἀ. rather has the sense permanent, unchangeable (Stoic. II 266, 1; 293, 31 [Chrysipp.]; Plut., Mor. 410f; 745d; Epict. 2, 15, 1, Ench. 51, 2; Herm. Wr. Fgm. XXIII, 48 [494, 26 Sc.], Fgm. XXIV, 1; Philo, Aet. M. 112; Jos., Ant. 18, 266, C. Ap. 2, 293; Just., A I, 43, 7; as legal t.t. over a long period of time in pap: PRyl 65, 18 [I B.C.]; PLond III, 1015, 12 p. 257 [VI A.D.] ἄτρωτα καὶ ἀσάλευτα καὶ ἀπαράβατα; Mitt-Wilck. II /2, 372 V, 19; PEllingworth, JSNT 23 ’85, 125f).—M-M. TW. Spicq.—DELG s.v. βαίνω. -
5 απαράβατος
-
6 ἀπαράβατος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπαράβατος
-
7 απαράβατος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απαράβατος
-
8 ἀπαράβατος
не(на)рушимый, неизменный, непреходящий.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπαράβατος
-
9 απαράβατος
[апараватос] επ ненарушимый. -
10 ἀπαράβατος
ἀπαρά-βᾰτος, ον,A unalterable,εἱρμὸς αἰτιῶν Stoic.2.266
; ἐπιπλοκή, of causation, Chrysipp.ib.293;τάξις Plu.2.410f
;ἡ τῆς κινήσεως ἰδέα Ocell.1.15
; infallible,προρρήσεις Iamb.VP28.135
, cf. Philum.Ven. 4.14; also of persons, Cat.Cod.Astr.8(4).215. Adv. - τως Chrysippsipp.Stoic.2.279.2 inviolable,κύρια καὶ ἀ. PRyl.65.18
(i B.C.), cf. PGrenf.1.60.7 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαράβατος
-
11 ἀπαράβατος
ἀ-παρά-βατος, (1)nicht zu übertreten, unverletzbar; fest, unwandelbar. (2) nicht auf einen andern übergehend; die bestimmten Grenzen nichtüberschreitend -
12 απαράβατος
dokunulamaz, dokunulmaz, bozulmaz, karşı -
13 απαραβάτως
-
14 ἀπαραβάτως
-
15 απαράβατον
-
16 ἀπαράβατον
-
17 ἀ-παρά-τρεπτος
ἀ-παρά-τρεπτος, ungewandt, ἱμάτια B. A. p. 29, καινά; übertr., δικαστής, unerbittlich, Poll. 8, 10; adv. unabwendbar, M. Anton. 1, 16; neben ἀπαράβατος Plut. Symp. 9, 14, 6.
-
18 απαραβάτοις
-
19 ἀπαραβάτοις
-
20 απαραβάτου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπαράβατος — unalterable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαράβατος — η, ο (AM ἀπαράβατος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί ή δεν πρέπει κανείς να παραβεί αρχ. 1. αυτός που δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ο σταθερός 2. όποιος δεν παραβαίνει κάτι … Dictionary of Greek
απαράβατος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραβεί: Ο λόγος, άμα δοθεί, είναι απαράβατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαραβάτως — ἀπαράβατος unalterable adverbial ἀπαράβατος unalterable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράβατον — ἀπαράβατος unalterable masc/fem acc sg ἀπαράβατος unalterable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβάτοις — ἀπαράβατος unalterable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβάτου — ἀπαράβατος unalterable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβάτους — ἀπαράβατος unalterable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβάτων — ἀπαράβατος unalterable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβάτῳ — ἀπαράβατος unalterable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράβατα — ἀπαράβατος unalterable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)