-
21 ἀπαραβάτου
-
22 απαραβάτους
-
23 ἀπαραβάτους
-
24 απαραβάτω
-
25 ἀπαραβάτῳ
-
26 απαραβάτων
-
27 ἀπαραβάτων
-
28 απαράβατα
-
29 ἀπαράβατα
-
30 απαράβατοι
-
31 ἀπαράβατοι
-
32 531
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 531
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπαράβατος — unalterable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαράβατος — η, ο (AM ἀπαράβατος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί ή δεν πρέπει κανείς να παραβεί αρχ. 1. αυτός που δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ο σταθερός 2. όποιος δεν παραβαίνει κάτι … Dictionary of Greek
απαράβατος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραβεί: Ο λόγος, άμα δοθεί, είναι απαράβατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαραβάτως — ἀπαράβατος unalterable adverbial ἀπαράβατος unalterable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράβατον — ἀπαράβατος unalterable masc/fem acc sg ἀπαράβατος unalterable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβάτοις — ἀπαράβατος unalterable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβάτου — ἀπαράβατος unalterable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβάτους — ἀπαράβατος unalterable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβάτων — ἀπαράβατος unalterable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβάτῳ — ἀπαράβατος unalterable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράβατα — ἀπαράβατος unalterable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)