-
1 απαραμύθητος
-
2 ἀπαραμύθητος
-
3 ἀπαραμύθητος
II of conditions, comfortless, Plu.2.332d; not admitting consolation,πάθος Jul.Or.8.245c
;κακόν Hld.1.14
.2 of persons, inconsolable, Id.2.33. Adv.- τως Jul.Or.8.252a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαραμύθητος
-
4 απαραμυθήτως
ἀπαραμύθητοςnot to be persuaded: adverbialἀπαραμύθητοςnot to be persuaded: masc /fem acc pl (doric) -
5 ἀπαραμυθήτως
ἀπαραμύθητοςnot to be persuaded: adverbialἀπαραμύθητοςnot to be persuaded: masc /fem acc pl (doric) -
6 απαραμύθητον
ἀπαραμύθητοςnot to be persuaded: masc /fem acc sgἀπαραμύθητοςnot to be persuaded: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀπαραμύθητον
ἀπαραμύθητοςnot to be persuaded: masc /fem acc sgἀπαραμύθητοςnot to be persuaded: neut nom /voc /acc sg -
8 απαραμυθήτοις
-
9 ἀπαραμυθήτοις
-
10 απαραμυθήτου
-
11 ἀπαραμυθήτου
-
12 απαραμυθήτους
-
13 ἀπαραμυθήτους
-
14 απαραμυθήτω
-
15 ἀπαραμυθήτῳ
-
16 απαραμυθήτων
-
17 ἀπαραμυθήτων
-
18 απαραμύθητα
-
19 ἀπαραμύθητα
-
20 απαραμύθητοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απαραμύθητος — ἀπαραμύθητος, ον (AM) [παραμυθούμαι] ο απαρηγόρητος αρχ. 1. ο αδυσώπητος 2. ο αδιόρθωτος 3. ο αστήριχτος, ο αθεμελίωτος 4. ο ανικανοποίητος, ο αχόρταγος … Dictionary of Greek
ἀπαραμύθητος — not to be persuaded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαραμύθητος — η, ο επίρρ. α απαρηγόρητος: Στις τραγικές εκείνες στιγμές χαμού τόσων δικών του ήταν μόνος και απαραμύθητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαραμυθήτως — ἀπαραμύθητος not to be persuaded adverbial ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραμύθητον — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem acc sg ἀπαραμύθητος not to be persuaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραμυθήτοις — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραμυθήτου — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραμυθήτους — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραμυθήτων — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραμυθήτῳ — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραμύθητα — ἀπαραμύθητος not to be persuaded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)