-
1 απαραμύθητοι
-
2 ἀπαραμύθητοι
См. также в других словарях:
ἀπαραμύθητοι — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απαραμύθητοι
2 ἀπαραμύθητοι
ἀπαραμύθητοι — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)