-
1 ἀ-παρ-αίτητος
ἀ-παρ-αίτητος, 1) unerbittlich, ϑεοί Plat. Legg. X, 907 b; δαίμων Lys. 2, 75; δικασταί Lycurg. 2; Δίκη Dem. 25, 11; öfter bei Sp., bes. Pol. u. D. Hal., εἴς τινα 8, 25; τὸ ἀπ. πρός τινα, die unerbittliche Strenge gegen Jem., Plut. Popl. 3. – 2) was man sich nicht verbitten kann, unvermeidlich, τιμωρίαι Din. 1, 23; Pol. 1, 78; ζημίαι Dion. Hal.; ἁμαρτήματα, nicht abzubitten, nicht wieder gut zu machen, Pol. 30, 4; μηδὲν ἀπ. βουλεύεσϑαι περί τινος 4, 24, wie das gew. ἀνήκεστον. – Adv. ἀπαραιτήτως, Thuc. 3, 84; ἔχειν πρός τινα, unerbittlich streng sein, Pol. 22, 14; καὶ πικρῶς πρός τι D. Hal. 9, 23.
-
2 ὠμός
ὠμός, roh, ungekocht, bes. vom Fleische; Il. 22, 347. 23, 21 Od. 18, 87. 22, 476; Ggstz ὀπταλέος 12, 396; wie Il. 4, 35 gesagt ist ὠμὸν βεβρώϑοις Πρίαμον, so steht ὠμὸν καταφαγεῖν τινα od. ὠμοῦ ἐσϑίειν τινός, Einen lebendig, mit Haut und Haaren auffressen, von der rohesten und wildesten Grausamkeit od. der Aeußerung des grimmigsten Hasses, Xen. An. 4, 8,14 Hell. 3, 3,6. – Von Feld- und Baumfrüchten, unreif, Ggstz von πέπων, Ar. Equ. 260; – aber auch ὠμὸν γῆρας, ein unzeitiges, zu früh gereiftes Alter, Od. 15, 357; Hes. O. 707; τόκος, unzeitige, zu frühzeitige Geburt, Philostr. – Uebertr. = roh, grausam, ungebildet, ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ παρὰ στάϑμην Aesch. Ag. 1045; εἴς τινα Eur. Hipp. 1264, vgl. I. A. 913 Hec. 359; Soph. O. R. 828; βούλευμα, στάσις, Thuc. 3, 36. 81; neben βίαιον, Ggstz von φιλανϑρωπέω, Dem. 24, 24; ὠμοὶ καὶ ἄνομοι Plat. Legg. VII, 923 e, u. öfter; – adv., ὠμῶς καὶ ἀπαραιτήτως Thuc. 3, 84, καὶ πικρῶς Dem. 29, 2, καὶ ἀναιδῶς 18, 285.
См. также в других словарях:
ἀπαραιτήτως — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer adverbial ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неизбѣжьно — (2*) нар. Неизбежно, непременно: аще ѿвержеть ˫а [обеты] неизбѣжно мѹчима бѹдеть. (ἀπαραιτήτως) КР 1284, 152а; аще ѿвѣрьжеть ѡбѣты. неисъбѣжьно мѹчима бѹдеть. (ἀπαραιτήτως) Там же, 178г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неотъметьно — (1*) нар. к неотъметьныи в 1 знач.: ˫ако же... великыи василии... рече. ˫ако бж(с)твьныхъ судебъ ѿмещати нео(т)метьно нужа. (ἀπαραιτήτως) ПНЧ XIV, 167б. Ср. отъметьно … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неотъреченъ — (2*) пр. Неизбежный, неотложный, неумолимый, неотменяемый: х(с)ъ... постави страхъ и муку неѿречьну (ἀπεριαίτητον!) ПНЧ XIV, 103в; не преже времене судите донелѣ же придеть г(с)ь. иже просвѣтить таина˫а тмы... Б҃жи˫а же судбы ѿмьщати. неѿречена… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
πέρασμα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην πρώην επαρχία Φλωρίνης, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., κάτ.). 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας,… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek