-
1 απαρίνη
ἀπαρί̱νη, ἀπαρίνηcleavers: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀπαρί̱νῃ, ἀπαρίνηcleavers: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀπαρίνη
A cleavers, Galium Aparine, Thphr.HP7.14.2, Plu.2.709e, Dsc.3.90, Gal.11.834.2 = ἄρκιον, Ps.-Dsc.4.106.3 = ξάνθιον, Dsc.4.136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαρίνη
-
3 ἀπαρίνη
ἀπαρίνη (ῑ)Grammatical information: f.Meaning: the plant `cleavers, Gallium aparine' (Thphr.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. André Latomus 15 (1956) 295 connects ἀρήν (?). Note the suffix -ῑν-, which is typical of the substr. language.Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀπαρίνη
-
4 ἀπαρίνη
Βλ. λ. απαρίνη -
5 ἀπαρίνῃ
Βλ. λ. απαρίνη -
6 απαρίνας
ἀπαρί̱νᾱς, ἀπαρίνηcleavers: fem acc plἀπαρί̱νᾱς, ἀπαρίνηcleavers: fem gen sg (doric aeolic) -
7 ἀπαρίνας
ἀπαρί̱νᾱς, ἀπαρίνηcleavers: fem acc plἀπαρί̱νᾱς, ἀπαρίνηcleavers: fem gen sg (doric aeolic) -
8 απαρίνην
-
9 ἀπαρίνην
-
10 απαρίνης
-
11 ἀπαρίνης
-
12 φιλάνθρωπος
φῐλάνθρωπ-ος, ον,A loving mankind, humane, benevolent, tender-hearted, and, in weaker sense, kind, courteous, Epich.[274];φ. καὶ φιλαθήναιος καὶ φιλόσοφος Isoc.Ep. 5.2
;φ. καὶ φιλόπολις Id.2.15
;δημοτικὸς καὶ φ. X.Mem.1.2.60
;ψυχὴν φιλανθρωπότατος Id.Cyr.1.2.1
; φ. δὲ παύεσθαι τρόπου, of Prometheus, A.Pr.11, cf. 28; of animals that attach themselves to men, as of dogs, gentle, X.Cyn.6.25; of horses, Id.Eq.2.3; τὸ φιλάνθρωπον, = φιλανθρωπία, Plu.Cat.Ma.3, etc.;τὸ φ. καὶ μεταδοτικόν Phld.Oec.p.54J.
; τὰ φιλάνθρωπα humane treatment,τῶν φ. τυχεῖν PCair.Zen.638.13
(iii B. C.); kindnesses, Plb.10.38.3, 12.5.3, etc.II of things, humane, humanizing,χάρις δικαία καὶ φ. E.Fr.953.41
;γεωργία X.Oec.19.17
;ψηφίσματα Id.Vect.3.6
;λόγοι D.45.4
; τρόπος, in Music, Plu.2.1135c, etc.; of wines, generous, Id.Cleom.13 ([comp] Comp.), cf. 2.680b.2 appealing to human feeling, of situations, Arist.Po. 1452b38, al. (less prob., satisfying the sense of poetic justice).3 Medic., of diet, generous, τροφὴ -οτέρα, opp. ὀλίγη, Gal.1.211; but of a medical treatise, popular, Id.15.551 ([comp] Comp.).III φιλάνθρωπα, τά, concessions, grants, privileges, immunities, OGI221.14 (Ilium, iii B. C.), PCair.Zen.37.11 (iii B. C.), SIG548.3 (Delph., iii B. C.), Plb.4.26.8, UPZ 162v 22, al. (ii B. C.), OGI331.42 (Pergam., ii B. C.), Epist.Jul.Caes. ap. J.AJ14.10.2, D.S.32.4, etc.; Thess. [full] φιλάνθρουπα IG9(2).517.16 (Larissa, iii B. C.).b sg., benefaction, endowment, gratuity, BGU1202.10 (i B. C.), Mon.Anc.Gr.9.10, etc.c sg., letter expressing friendly feelings, PSI4.439.32, PCair.Zen.56.10 (both iii B. C.).IV Adv.,- ως τινὶ κεχρῆσθαι D.19.225
;φ. διακεῖσθαι πρός τινα Plb.1.68.13
;φ. καὶ δημοτικῶς D.24.24
;θεοφιλῶς καὶ φ. Isoc.9.43
, cf. 15.132, Phld. Herc.1251.14, etc.: [comp] Sup.- ότατα D.24.191
, D.C.69.2.V [suff] φῐλάνθρωπ-ον, τό, = ἀπαρίνη, Dsc.3.90, Plin.HN24.176; [full] φιλανθρώπειος βοτάνη in Archig. ap. Gal.12.574.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάνθρωπος
-
13 φιλίστιον
φῐλίστιον, τό, a plant, perh.A cleavers, Galium Aparine, Hp.Nat. Mul.32, Mul.2.201: identified with ἀπαρίνη and φιλεταίριον by Gal. 19.151.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλίστιον
-
14 ἀμπελόκαρπον
ἀμπελό-καρπον, τό,A = ἀπαρίνη, Dsc.3.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμπελόκαρπον
-
15 ἀπαρινής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαρινής
-
16 ὀμφαλόκαρπος
ὀμφᾰλό-καρπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμφαλόκαρπος
См. также в других словарях:
ἀπαρίνη — ἀπαρί̱νη , ἀπαρίνη cleavers fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρίνῃ — ἀπαρί̱νῃ , ἀπαρίνη cleavers fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρίνας — ἀπαρί̱νᾱς , ἀπαρίνη cleavers fem acc pl ἀπαρί̱νᾱς , ἀπαρίνη cleavers fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελόκαρπον — το Βοτ. ονομασία που έδινε ο Διοσκορίδης σε κάποιο φυτό, πιθανώς στην κολλητσίδα (Galium aparine τού γένους Γάλιο). Το φυτό αυτό ονομαζόταν επίσης από τους αρχαίους απαρίνη … Dictionary of Greek
γάλιο — (galium). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών. Φυτρώνει σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας και ανήκει στην οικογένεια των ρουβιιδών. Έχει λεπτό και έρπον ρίζωμα, τετραγωνικό και τριχωτό βλαστό, και φύλλα λογχοειδή ή γραμμοειδή κατά σπονδύλους … Dictionary of Greek
διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… … Dictionary of Greek
ομφαλόκαρπος — ὀμφαλόκαρπος, ον (Α) (ως ονομασία τού φυτού ἀπαρίνη) αυτός που έχει ή παράγει καρπό όμοιο με ομφαλό … Dictionary of Greek
φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… … Dictionary of Greek
φιλίστιον — τὸ, Α [φίλιστος] πιθ. το φυτό απαρίνη … Dictionary of Greek
φιλεταίριος — (I) ον, Α [φιλέταιρος] 1. φιλέταιρος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ φιλεταίριος ή τὸ φιλεταίριον α) το φυτό πολεμόνιο β) το φυτό ωκιμοειδές γ) το φυτό απαρίνη δ) κληματίδα 3. φρ. «φιλεταίριος πούς» μέτρο μήκους, ισοδύναμο με τα 2/3 τού… … Dictionary of Greek
κολλιτσίδα — Κοινή ονομασία του ποώδους φυτού γάλιο η απαρίνη της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), που αυτοφύεται σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς, θαμνότοπους, φράχτες κ.α. Χαρακτηρίζεται από τους λεπτούς και τετραγωνικούς… … Dictionary of Greek