-
1 φιλεταίριον
φιλεταίριονneut nom /voc /acc sgφιλεταίριοςmasc acc sg -
2 φιλεταίριον
A = πολεμώνιον, Dsc.4.8 (also [full] φῐλεταιρίς, ίδος, ἡ, Plin.HN25.99; but = ῥάμνος, a spinous buckthorn, Nic.Th. 632, where φιλέταιριν codd.).II = ὠκιμοειδές, Dsc.4.28.2 = κληματίς, Ps.-Dsc.4.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλεταίριον
-
3 φιλεταιρίου
φιλεταίριονneut gen sgφιλεταίριοςmasc gen sg -
4 φιλεταιρίω
-
5 φιλεταιρίῳ
-
6 φιλεταιρία
φῐλεταιρ-ία, ἡ,II = φιλεταίριον, Plin.HN25.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλεταιρία
-
7 φιλίστιον
φῐλίστιον, τό, a plant, perh.A cleavers, Galium Aparine, Hp.Nat. Mul.32, Mul.2.201: identified with ἀπαρίνη and φιλεταίριον by Gal. 19.151.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλίστιον
См. также в других словарях:
φιλεταίριον — neut nom/voc/acc sg φιλεταίριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεταίριον — τὸ, Α βλ. φιλεταίριος … Dictionary of Greek
φιλεταιρίου — φιλεταίριον neut gen sg φιλεταίριος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεταιρίῳ — φιλεταίριον neut dat sg φιλεταίριος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεταίριος — (I) ον, Α [φιλέταιρος] 1. φιλέταιρος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ φιλεταίριος ή τὸ φιλεταίριον α) το φυτό πολεμόνιο β) το φυτό ωκιμοειδές γ) το φυτό απαρίνη δ) κληματίδα 3. φρ. «φιλεταίριος πούς» μέτρο μήκους, ισοδύναμο με τα 2/3 τού… … Dictionary of Greek
φιλεταιρίς — ίδος, ἡ, Α 1. φιλεταίριον* 2. το φυτό ράμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φιλεταίριος (ἡ) που εμφανίζει επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. φοινικ ίς)] … Dictionary of Greek