-
1 αοριστών
ἀοριστέωto be indeterminate: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀοριστόωto be indefinite: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἀοριστόωto be indefinite: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἀοριστόωto be indefinite: pres part act masc nom sgἀοριστόωto be indefinite: pres inf act (doric) -
2 ἀοριστῶν
ἀοριστέωto be indeterminate: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀοριστόωto be indefinite: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἀοριστόωto be indefinite: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἀοριστόωto be indefinite: pres part act masc nom sgἀοριστόωto be indefinite: pres inf act (doric) -
3 αορίστων
ἀόριστοςwithout boundaries: masc /fem /neut gen plἀ̱ορίστων, ἀοριστόωto be indefinite: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱ορίστων, ἀοριστόωto be indefinite: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀοριστόωto be indefinite: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀοριστόωto be indefinite: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
4 ἀορίστων
ἀόριστοςwithout boundaries: masc /fem /neut gen plἀ̱ορίστων, ἀοριστόωto be indefinite: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱ορίστων, ἀοριστόωto be indefinite: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀοριστόωto be indefinite: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀοριστόωto be indefinite: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
5 ἀριθμός
ἀριθμός [ᾰ], (Aἁρ- IG1.164
), ὁ, number, first in Od.,λέκτο δ' ἀριθμόν 4.451
;ἀριθμῷ παῦρα Semon.3
;ἓν ἀριθμῷ Hdt.3.6
;ἀριθμὸν ἕξ Id.1.14
, cf. 50;ἐς τὸν ἀ. τρισχίλια Id.7.97
; πλῆθος ἐς ἀ. the amount in point of number, ib.60;τὸν ἀ. δώδεκα Euphro11.11
;δύο τινὲς ἢ τρεῖς.. εἰς τὸν ἀ. Men.165
;ἔλαττον μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Pl.Tht. 155a
; ;σταθμῷ καὶ ἀ. X. Smp.4.45
;δι' ἀ. καὶ μέτρου Plu.Per.16
, cf. E.Tr. 620: prov., λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν 'count the pebbles on the shore', Pi.O.13.46, cf. 2.98; οὐ γιγνώσκων ψήφων ἀριθμούς, of a blockhead, Ephipp. 19;οὔτ' ἀριθμὸν οὔτ' ἔλεγχον.. ἔχων Dionys.Com.3.13
.2 amount, sum,πολὺς ἀ. χρόνου Aeschin.1.78
;ἀ. τῆς ὁδοῦ X.An.2.2.6
; ἀ. [χρυσίου] a sum of money, Id.Cyr.8.2.16.3 ἀριθμῷ, abs., in certain numbers, Hdt.6.58; but by tale,Th.
2.72;ἀ. διδόναι Dionys.Com.3.6
.4 item or term in a series, ;τρίτον ὠδίνων ἀ. Epigr.Gr.574
;ναῦς πολλοὺς ἀ. ἄγνυται ναυαγίων E.Hel. 410
, cf. Arist.Po. 1461b24; τοὺς ἀ. τοῦ σώματος points of the body, Pl.Lg. 668d;τοὺς ἀ. ἑκάστου τῶν νοσημάτων Hp.Acut. 3
;τὸ καλὸν ἐκ πολλῶν ἀ. ἐπιτελεῖσθαι Plu.2.45c
: hence as a mark of completeness,πάντας τοὺς ἀ. περιλαβών Isoc.11.16
; τοῦ καθήκοντος τοὺς ἀριθμούς the sum total of duty, M.Ant.3.1.5 number, account, as a mark of station, worth, rank, μετ' ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ takes his place among men, Od.11.449;εἰς ἀνδρῶν μὲν οὐ τελοῦσιν ἀ. E.Fr. 492
;εἰς ἀ. τῶν κακῶν πεφύκαμεν Id.Hec. 1186
; ξενίας ἀριθμῷ πρῶτ' ἔχειν ἐμῶν φίλων in regard of friendship, ib. 794; δειλοὶ γὰρ ἄνδρες οὐκ ἔχουσιν ἐν μάχῃ ἀριθμόν have no account made of them, Id.Fr. 519; οὐδ' εἰς ἀ. ἥκει λόγων she comes not into my account, Id.El. 1054;ἀ. οὐδεὶς οὐδὲ λόγος ἐστί τινος Plu.2.682f
, cf. Call.Epigr.27.6, Orac. ap. Sch.Theoc.14.48.6 mere number, quantity, opp. quality, ταῦτ' οὐκ ἀ. ἐστιν, ὦ πάτερ, λόγων a mere set of words, S.OC 382; of men, οὐκ ἀ. ἄλλως not a mere lot, E.Tr. 476;ἀριθμός, πρόβατ' ἄλλως Ar. Nu. 1203
; sometimes even of a single man, οὐκ ἀριθμὸν ἀλλ' ἐτητύμως ἄνδρ' ὄντα not a mere unit, E.Heracl. 997; also ἀριθμὸν πληροῦν to be a mere cipher, Chor.Milt.66.II numbering, counting, μάσσων ἀριθμοῦ past counting, Pi.N.2.23; esp. in phrases, ἀ. ποιεῖσθαι τῶν νεῶν to hold a muster of.., Hdt.8.7;ποιεῖν X.An.7.1.7
, etc.; παρεῖναι εἰς τὸν ἀ. ib.II; εἴ τι δυνατὸν ἐς ἀ. ἐλθεῖν can be stated in numbers, Th.2.72.III the science of numbers, arithmetic,ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων A.Pr. 459
; ;ἀ. καὶ λογισμὸν εὑρεῖν Pl.Phdr. 274c
, cf. R. 522c: prov.,εἴπερ γὰρ ἀριθμὸν οἶδα E.Fr.360.19
.IV in Philos., abstract number, Arist.Cat. 4b23, Metaph. 990a19, al.; ἀ. μαθηματικός ib. 1090b35; ἀ. οὐσιώδης, opp. τοῦ ποσοῦ, Plot.5.5.4; ἀ. ἑνιαῖος, οὐσιώδης, ἑτεροῖος, Dam.Pr. 228.V Gramm., number, Stoic.3.214, D.T.634.16, A.D.Synt.32.2,al.; cf. ἑνικός, δυικός, πληθυντικός.X sum of numerical values of letters in a name, Apoc.13.17,al.; φιλῶ ἧς ἀριθμὸς φμέ Pompeian Inscr. in Rend.Linc.10(1901).257.XI unit of troops, = Lat. numerus, CIG 5187 (vi A. D.), BGU 673 (vi A. D.), etc.; = legio, Jul.ad Ath.280d, Zos.5.26, PLond. 5.1711.69 (vi A. D.).XII Astrol., mostly in pl., degrees traversed in a given time, Ptol.Tetr. 112, Doroth. in Cat.Cod.Astr.6.107.30; τοῖς ἰδίοις ἀ. at her normal speed, of the moon, Gal.19.531; also of degrees of latitude, Heph.Astr.2.8,3.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριθμός
См. также в других словарях:
ἀοριστῶν — ἀοριστέω to be indeterminate pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀοριστόω to be indefinite pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀοριστόω to be indefinite pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀοριστόω to be indefinite pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀορίστων — ἀόριστος without boundaries masc/fem/neut gen pl ἀ̱ορίστων , ἀοριστόω to be indefinite imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ορίστων , ἀοριστόω to be indefinite imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀοριστόω to be indefinite imperf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… … Dictionary of Greek
πο- — ριζικό θέμα τών ερωτηματικών (όταν τονίζεται) και τών αόριστων (όταν είναι εγκλιτικό) επιρρημάτων και αντωνυμιών που ανάγεται στην IE ρ. *kwo (πρβλ. γερμ. hvas, Κατ. quod, αρμ. ο, λιθουαν. kas, αρχ. σλαβ. kŭ to). Η ρίζα αυτή έχει και τις μορφές:… … Dictionary of Greek
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek
ποιός — ά, όν, ΝΜΑ (αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν βλ. ποιόν μσν. αρχ. αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του αρχ. (πάντοτε με την αντων. τις) 1. κάποιος, λίγος, λιγοστός … Dictionary of Greek
προαίσθημα — το, Ν 1. οτιδήποτε προαισθάνεται κανείς, η ασαφής αίσθηση ότι κάτι πρόκειται να συμβεῑ 2. ιατρ. το σύνολο τών αόριστων συμπτωμάτων τα οποία προαναγγέλλουν την προσβολή ενός ατόμου από μια νόσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προαισθάνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek
πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… … Dictionary of Greek
όποιος — α, ο (Μ ὅποιος, α, ον) (αναφ. αντων.) εκείνος που, αυτός που (α. «όποιος είναι έξω απ τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει», παροιμ. β. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τόν τρών οι κότες», παροιμ.) νεοελλ. (ως αόρ. αντων.) 1. οποιοσδήποτε («όποιος κι … Dictionary of Greek
ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… … Dictionary of Greek