-
1 δεκάτη
δεκάτη, ἡ, 1) der zehnte Theil, der Zehend, Her. 4, 152; Xen. Hell. 4, 8, 27; von Seezöllen Dem. 20, 60. – 2) das Fest der Namengebung am zehnten Tage nach der Geburt, δεκάτην ϑύειν Ar. Av. 922; τὴν δεκάτην ὁ πατὴρ ἐμοὶ ποιῶν τοὔνομα τοῦτο ἔϑετο Dem. 39, 20; δεκάτην ὑπέρ τινος ἑστιᾶσαι 40, 28; vgl. Is. 3, 30.
-
2 δεκατη
(ᾰ) ἥ1) (sc. μερίς или μοῖρα) десятая часть(τῶν χρημάτων Her.)
2) налог или пошлина в 10% стоимости(τέν δεκάτην ἀποδόσθαι Xen., Dem.; ἐκφόριον ἢ δ. Arst.)
3) культ. десятина4) (sc. ἡμέρα) деката, день наречения имени (10-й день после рождения ребенка, когда ему давалось имя)(τέν δεκάτην θύειν Arph. и ποιεῖν Dem.)
τέν δεκάτην ἑστιᾶσαι ὑπέρ τινος Dem. — справлять день чьих-л. именин -
3 δεκάτη
-
4 δεκάτη
δέκατοςtenth: fem nom /voc sg (attic epic ionic)δεκάτηfem nom /voc sg (attic epic ionic)——————δέκατοςtenth: fem dat sg (attic epic ionic)δεκάτηfem dat sg (attic epic ionic) -
5 δεκάτῃ
Βλ. λ. δεκάτη -
6 δεκάτη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεκάτη
-
7 δεκάτη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεκάτη
-
8 δεκάτη
η ист. десятина -
9 δεκάτη
десятина, десятая часть.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεκάτη
-
10 δεκάτη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεκάτη
-
11 δεκατη-φόρος
δεκατη-φόρος, den Zehend bringend, ἀπαρχαί Call. Del. 278; aber Apollon, der Zehendenempfänger, Paus. 1, 42, 5.
-
12 δεκατη-μόριον
δεκατη-μόριον, τό, der zehnte Theil, Plat. Legg. XI, 924 a.
-
13 δεκατη-λόγιον
δεκατη-λόγιον, τό, = δεκατευτήριον, Poll. 9, 28.
-
14 δεκατη-λόγος
δεκατη-λόγος, ὁ, der Zolleinnehmer, Dem. 23, 177.
-
15 δεκατη-λογία
δεκατη-λογία, ἡ, Einsammlung des Zehnden, Poll. 1, 169.
-
16 πεντε-και-δεκατη-μόριον
πεντε-και-δεκατη-μόριον, τό, der funfzehnte Theil, Hippocr.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκατη-μόριον
-
17 δω-δεκατη-μόριον
δω-δεκατη-μόριον, τό, das Zwölftheil, Plat. Legg. VIII, 843 d, u. öfter; Sp., wie Man. 4, 167, haben adj. - μόριος, = in zwölf Theile getheilt.
-
18 ἑν-δεκατη-μόριον
ἑν-δεκατη-μόριον, τό, der elfte Theil.
-
19 δεκάτηι
δεκάτῃ, δέκατοςtenth: fem dat sg (attic epic ionic)δεκάτῃ, δεκάτηfem dat sg (attic epic ionic) -
20 δεκατηλογία
δεκᾰτη-λογία, ἡ,A collection of tithe, Poll.1.169.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκατηλογία
См. также в других словарях:
δεκάτη — η φόρος που αντιστοιχεί στο ένα δέκατο των εισοδημάτων: Στο παρελθόν, το κράτος εισέπραττε τη δεκάτη του λαδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκάτη — δέκατος tenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) δεκάτη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτῃ — δέκατος tenth fem dat sg (attic epic ionic) δεκάτη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτη — Φόρος που είχε επιβληθεί από τον Πεισίστρατο στα αγροτικά προϊόντα των Αθηναίων και αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της παραγωγής τους. Οι Πεισιστρατίδες μείωσαν τον φόρο αυτό στο ένα εικοστό. Αργότερα, ο Ξενοφών επέβαλε τη φορολογία στους… … Dictionary of Greek
δεκάτηι — δεκάτῃ , δέκατος tenth fem dat sg (attic epic ionic) δεκάτῃ , δεκάτη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДЕКАТА — • Δεκάτη, 1. установленная близ Византии Алкибиадом и другими афинскими полководцами в 411 г. до Р. X. корабельная пошлина для всех не афинских судов, которые шли из Понта (Хеn. Hell. 1, 1, 22), и, вероятно, и для тех, которые входили в … Реальный словарь классических древностей
δεκατῶν — δεκάτη fem gen pl δεκατόω take tithe of pres part act masc voc sg (doric aeolic) δεκατόω take tithe of pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δεκατόω take tithe of pres part act masc nom sg δεκατόω take tithe of pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκατος — η, ο (AM δέκατος, η, ον) Ι. αυτός που έχει τον αριθμό δέκα στην αρίθμηση κατά σειρά II. το θηλ. ως ουσ. η δέκατη και η δεκάτη (AM δεκάτη) 1. η δέκατη μέρα τού μήνα 2. το ένα δέκατο ποσότητας προϊόντων ή άλλων αγαθών 3. προσφορά τού ενός δεκάτου… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Calendrier Attique — Le calendrier attique, en vigueur à Athènes sous l Antiquité, est le plus connu des calendriers grecs. Il est de type luni solaire. Sommaire 1 Les différents cycles 2 Mois du calendrier 2.1 Été … Wikipédia en Français