-
1 εγερτός
-
2 ἐγερτός
-
3 ἐγερτός
ἐγερτός, ὕπνος, = ἐγέρσιμος; Arist. somn. et vigil. 1.
-
4 εγερτος
-
5 ἐγερτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερτός
-
6 δυς-δι-έγερτος
δυς-δι-έγερτος, schwer zu erwecken, Sp.
-
7 δυς-έγερτος
δυς-έγερτος, schwer aufzuwecken, Medic.
-
8 ἀν-έγερτος
ἀν-έγερτος, nicht aufgeweckt, unerwecklich, ὕπνος Arist. Eth. eud. 1, 5.
-
9 εγερτόν
-
10 ἐγερτόν
-
11 ανεγερτος
-
12 εγερτώ
-
13 ἐγερτῶ
-
14 δυσδιέγερτος
δυσδι-έγερτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσδιέγερτος
-
15 ἀνέγερτος
ἀν-έγερτος, nicht aufgeweckt, unerwecklich -
16 δυςδιέγερτος
-
17 δυςέγερτος
См. также в других словарях:
εγερτός — ἐγερτός, ή, όν (Α) (ύπνος) εγέρσιμος … Dictionary of Greek
ἐγερτός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτόν — ἐγερτός masc acc sg ἐγερτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτῶ — ἐγερτός masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλινέγερτος — κλινέγερτος, ον (Μ) αυτός που σηκώνεται από το κρεβάτι, από τον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + ἐγερτός (< ἐγείρω «σηκώνω»)] … Dictionary of Greek