-
1 εγερτός
-
2 ἐγερτός
-
3 ἐγερτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερτός
-
4 εγερτόν
-
5 ἐγερτόν
-
6 εγερτώ
-
7 ἐγερτῶ
-
8 δυσδιέγερτος
δυσδι-έγερτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσδιέγερτος
См. также в других словарях:
εγερτός — ἐγερτός, ή, όν (Α) (ύπνος) εγέρσιμος … Dictionary of Greek
ἐγερτός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτόν — ἐγερτός masc acc sg ἐγερτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτῶ — ἐγερτός masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλινέγερτος — κλινέγερτος, ον (Μ) αυτός που σηκώνεται από το κρεβάτι, από τον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + ἐγερτός (< ἐγείρω «σηκώνω»)] … Dictionary of Greek