Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀν-έγερτος

См. также в других словарях:

  • εγερτός — ἐγερτός, ή, όν (Α) (ύπνος) εγέρσιμος …   Dictionary of Greek

  • ἐγερτός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγερτόν — ἐγερτός masc acc sg ἐγερτός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγερτῶ — ἐγερτός masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλινέγερτος — κλινέγερτος, ον (Μ) αυτός που σηκώνεται από το κρεβάτι, από τον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + ἐγερτός (< ἐγείρω «σηκώνω»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»