-
1 αἱμακτός
-
2 αιμακτος
-
3 αἱμακτος
αἱμακτος, mit Blut befleckt, blutig -
4 αἱμακτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμακτός
-
5 καθ-αιμακτός
καθ-αιμακτός, blutbefleckt, τὸν Ἑλένας φόνον καϑαιμακτόν Eur. Or. 1358. Von
-
6 ἀν-αίμακτος
-
7 αναιμακτος
-
8 αιμακταίς
-
9 αἱμακταῖς
-
10 αναίμακτος
αναίμακτος, -η, -οбескровный:αναίμακτη θυσία — бескровная жертва, см. θυσία
Этим.< αν- (отриц. приставка) + αιμακτός «кровавый»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αναίμακτος
-
11 ἀναίμακτος
ἀν-αίμακτος, blutlos, nicht mit Blut befleckt; von Opfern der Ceres -
12 καθαιμακτός
-
13 αἷμα
Grammatical information: n.Meaning: `blood' (Il.)Compounds: αἱμακουρίαι `offerings of blood' to the dead (Pi.); αἱμάλωψ `mass of blood' (Hp.; s. CEG 6)Derivatives: αἱμάσσω, - άττω `make or be bloody' (A.) with αἱμαγμός, αἱμακτός.; αἵμων (E.) (after the compounds). αἱμωδέω s.s.v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: αἷμα replaces the old word, ἔαρ. The connection with OHG seim `virgin honey', from PIE * sei- `to drip' (Pok. 889) does not explain the Greek a-vocalism; Oehl IF 57, 27. To Skt. iṣ- `sap, drink' Sommer Lautst. 29ff. Cf. also αἰονάω, ἰχώρ. S. Szemerényi Gnomon 43 (1971) 651.Page in Frisk: 1,39Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἷμα
См. также в других словарях:
αιμακτός — αἱμακτός, ή, όν (Α) αυτός που είναι ανάμικτος με αίμα ή αποτελείται από αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμάσσω. ΠΑΡ. μσν. αἱμακτικός] … Dictionary of Greek
αἱμακταῖς — αἱμακτός mingled with blood fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμάσσω — (Α αἱμάσσω) νεοελλ. 1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ 2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω αρχ. 1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα 2. τραυματίζω, πληγώνω 3. έχω το χρώμα τού αίματος 4. προκαλώ αιματηρό τέλος 5. (ως ιατρ. όρος) κάνω… … Dictionary of Greek
αιμακτικός — αἱμακτικός, ή, όν (Μ) [αἱμακτός] αυτός που κάνει κάτι αιματηρό … Dictionary of Greek
αναίμακτος — η, ο (ΑΜ ἀναίμακτος, ον) ο δίχως αίμα, αυτός που έγινε χωρίς να χυθεί αίμα, που δεν κηλιδώθηκε με αίμα (εκκλ. φρ.) «αναίμακτος βωμός» η χριστιανική εκκλησία «αναίμακτος θυσία», η Θεία Ευχαριστία αρχ. αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
καθαιμακτός — καθαιμακτός, όν (Α) αιματηρός, κηλιδωμένος με αίμα («καθαιμακτός φόνος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἱμακτός (< αἱμάσσω «ματώνω»)] … Dictionary of Greek