Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αντικανονικός

  • 1 αντικανονικός

    αντικανονικός, -ή, -ό
    неканоничный, протоворечащий Святым Канонам Церкви

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αντικανονικός

  • 2 αντικανονικός

    η, ό[ν] неправильный; совершаемый не по правилам, против привил

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αντικανονικός

  • 3 ненормально

    ανώμαλα, αντικανονικά
    -ость η ανωμαλία, η αντικανονικότητα
    -ый ανώμαλος, μη κανονικός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ненормально

  • 4 ненормальный

    ненормальн||ый
    прил
    1. ἀντικανονικός, ἀνώμαλος, ἐκρυθμος·
    2. (о человеке) ἀνισόρροπος, ἀνώμαλος.

    Русско-новогреческий словарь > ненормальный

  • 5 неправильный

    непра́вильн||ый
    прил - ἀνώμαλος, ἀντικανονικός, ἀκανόνιστος:
    \неправильныйые черты лица τά ἀκανόνιστα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·
    2. (неверный) ὄχι σωστός, λαθεμένος, στραβός / ἐσφαλ· μένος (ошибочный):
    \неправильныйое суждение ἡ λαθεμένη (или ἐσφαλμένη) κρίση· сделать \неправильныйый ход (в игре) κάνω λαθεμένη κίνηση· ◊ \неправильныйый глагол гран. τό ἀνὠμα-λο[ν] ρήμα· \неправильныйая дробь мат τό νόθον κλάσμα.

    Русско-новогреческий словарь > неправильный

  • 6 irregular

    [i'reɡjulə]
    1) (not happening etc regularly: His attendance at classes was irregular.) ακανόνιστος
    2) (not formed smoothly or evenly: irregular handwriting.) ανώμαλος
    3) (contrary to rules.) αντικανονικός
    4) ((in grammar) not formed etc in the normal way: irregular verbs.) ανώμαλος
    - irregularity

    English-Greek dictionary > irregular

  • 7 out of order

    1) (not working (properly): The machine is out of order.) χαλασμένος
    2) (not correct according to what is regularly done, especially in meetings etc: He was out of order in saying that.) παράτυπος,αντικανονικός

    English-Greek dictionary > out of order

  • 8 ненормальный

    [νιναρμάλ'νυϊ] εκ. ανώμαλος, ανισόρροπος, αντικανονικός

    Русско-греческий новый словарь > ненормальный

  • 9 ненормальный

    [νιναρμάλ'νυϊ] επ ανώμαλος, ανισόρροπος, αντικανονικός

    Русско-эллинский словарь > ненормальный

  • 10 неестественный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о;
    1. αφύσικος, μη φυσιολογικός•

    -ая смерть ο μη φυσιολογικός θάνατος.

    2. προσποιητός, επιτηδευμένος•

    неестественный цвет лица το μη φυσικό χρώμα του προσώπου•

    неестественный смех, улыбка το προσποιητό γέλιο, χαμόγελο.

    3. αντικανονικός, ασυνήθης.
    4. εξαιρετικός, σπάν ιος•

    -ая величина εξαιρετικό μέγεθος.

    Большой русско-греческий словарь > неестественный

  • 11 незаконный

    επ., βρ: -онен, -онна, -онно; παράνομος, έκνομος, άνομος, εκτός νόμουнезаконныйые действия παράνομες ενέργειες•

    -ое лишение свободы παράνομη στέρηση της ελευθερίας.

    || αντικανονικός νεφάριος• νόθος•

    незаконный брак παράνομος γάμος•

    незаконный ребёнок νόθο τέκνο.

    || ανώμαλος, μη σωστός, αυθαίρετος, παρά τα καθιερωμένα.

    Большой русско-греческий словарь > незаконный

  • 12 неладный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. κακός, άσχημος, όχι όπως πρέπει ανώμαλος, αντικανονικός•

    что—то -ое произошло κάτι το δυσάρεστο συνέβηκε.

    2. άγαρμπος, κακοφτιαγμένος.
    εκφρ.
    будь он -ден – να τον πάρει ο διάβολος ή να πάει στην οργή κακή του μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > неладный

  • 13 нелояльный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    αθέμιτος• παράνομος• αντικανονικός• μη νομιμόφρονος.

    Большой русско-греческий словарь > нелояльный

  • 14 неправильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. μη σωστός αντικανονικός, ανώμαλος• μη φυσιολογικός•

    -ое развитие организма μη φυσιολογική ανάπτυξη του οργανισμού.

    || επιλήψιμος, επίμεμπτος• καταχρηστικός, παράτυπος.
    2. αναληθής, ανακριβής• λαθεμένος, εσφαλμένος•

    расчт λαθεμένος λογαριασμός•

    -ое суждение εσφαλμένη κρίση•

    -ая точка зрения λαθεμένη άποψη.

    || άδικος•

    -ое обвинение άδικη κατηγορία.

    εκφρ.
    - ые глаголы – ανώμαλα ρήματα•
    - ая дробь – (μαθ.) καταχρηστικό ή νόθο κλάσμα.

    Большой русско-греческий словарь > неправильный

См. также в других словарях:

  • αντικανονικός — ή, ό 1. ο μη κανονικός, ο αντίθετος προς καθιερωμένους κανόνες 2. (για κληρικό) αυτός που έχει χειροτονηθεί κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων 3. (για μυστήριο) εκείνο που έχει τελεστεί από αντικανονικό κληρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κανονικός. Η λ …   Dictionary of Greek

  • αντικανονικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που δεν είναι κανονικός, που γίνεται αντίθετα με τους ισχύοντες κανόνες: Η χειροτονία του σε επίσκοπο ήταν αντικανονική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζευξιμοιχεία — ζευξιμοιχεία, ἡ (Μ) αντικανονικός γάμος, αθέμιτος γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευξι (< ζεύγνυμι) + μοιχεία. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • Λεπτίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος πολιτικός (; – περ. 345 π.Χ.). Το 356 πρότεινε να καταργηθούν όλες οι φορολογικές απαλλαγές οι οποίες είχαν χορηγηθεί στο παρελθόν ως ανταμοιβή για δημόσιες υπηρεσίες. Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»