-
1 αντλία
ἀντλίᾱ, ἀντλίαhold of a ship: fem nom /voc /acc dualἀντλίᾱ, ἀντλίαhold of a ship: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀντλίονneut nom /voc /acc pl——————ἀντλίαι, ἀντλίαhold of a ship: fem nom /voc plἀντλίᾱͅ, ἀντλίαhold of a ship: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀντλία
Βλ. λ. αντλία -
3 ἀντλίᾳ
Βλ. λ. αντλία -
4 ἀντλία
-
5 αντλία
pumpΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αντλία
-
6 αντλίας
ἀντλίᾱς, ἀντλίαhold of a ship: fem acc plἀντλίᾱς, ἀντλίαhold of a ship: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἀντλίας
ἀντλίᾱς, ἀντλίαhold of a ship: fem acc plἀντλίᾱς, ἀντλίαhold of a ship: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 αντλίαι
ἀντλίαhold of a ship: fem nom /voc plἀντλίᾱͅ, ἀντλίαhold of a ship: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 ἀντλίαι
ἀντλίαhold of a ship: fem nom /voc plἀντλίᾱͅ, ἀντλίαhold of a ship: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 αντλίαν
-
11 ἀντλίαν
-
12 θυεία
Grammatical information: f.Dialectal forms: Myc. tuweta \/thuestās\/Derivatives: Diminut. θυ(ε)ίδιον (Ar.); with backformation θυΐς, - ίδος f. (Damokr. ap. Gal.)? - Beside it θυέστης m. `pestle' (Dionys. Trag.).Etymology: Formation like ἐγχείη (: ἔγχος) a. o.; so \< *θυεσ-ίᾱ as ία-deriv. from θύος `burnt sacrifice' (Solmsen Wortf. 250 n.); cf. the concrete words in - ία, esp. names of vases like ὑδρία, ἀντλία, in Scheller Oxytonierung 48ff. From the meaning `vase for pounding the incense' developed through generalization resp. specialization `mortar' and `oil-press' (the development of the meaning is rather strange). - θυεῖον like ἀγγεῖον. - The pestle, θυέσ-της (s. Chantraine Formation 312f.), was conceived quite personally. - Wrong Persson Stud. 204 n. 1 (s. Bq).Page in Frisk: 1,690Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θυεία
-
13 ὄμβρος
Grammatical information: m.Meaning: `rain, shower, thunder rain', also `rainwater', metaph. `water' (Il.).Compounds: As 1. member e.g. in ὀμβρο-φόρος `bringing rain' (A., Ar.); often as 2. member, e.g. ἔπ-, κάτ-ομβρος `rainy, wet because of rain' (Hp., Arist.; Strömberg Prefix Studies 108f., 145).Derivatives: Several adj.: ὄμβρ-ιος `belonging to rain, like rain' (Pi., Ion.), - ηρός `wet' (Hes.), - ηλός `id.' (Theognost.: cf. ὑδρηλός and Chantraine Form. 242), - ώδης `abundant in rain' (Thphr.), - ικός `id.' (Vett. Val.), - ιμος = `belonging to rain, rainy' (Nic. Th. 388, v.l., PMag. Lond.; Arbenz 25); also ἀνομβρήεις `abundant in rain' (Nic. Al. 288, Ὄλυμπος, from ἀν-ομβρέω; cf. below). -- Subst. ὀμβρία f. `rain' (sch.; cf. ἀντλία, ὑετία a.o., Scheller Oxytonierung 54f.). -- Verbs: 1. ὀμβρέω, - ῆσαι, also with ἀν-, ἐπ- a.o., `to (make) rain, to bewet' (Hes., LXX, A. R.) with ( ἐπ-)όμβρησις f. `raining etc.' (Suid., sch.), ὄμβρημα n. `rainwater' (LXX); 2. ὀμβρίζω = - έω (Eust.); 3. ὀμβροῦται imbricitur (Gloss.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: With ὄμβρος one compares first Lat. imber, - ris -n. `rain(shower)' with the same meaning with perh. second. i-flexion; Further, with slightly deviating meaning, Skt. abhrá-m n. `cloud'. One assumed that β after nasal could represent an aspirate, which is wrong (pace Schwyzer 333), so abhra- must be left out (for imber also * embhro- is possible). One assumed in these words an r-stem and beside it an s-stem, which was seen in Skt. ámbhas n. `water', also `rainwater' [for the same reason Arm. amb, amp, gen. -oy `cloud' must be left out.] -- There is no connection with νέφος, νεφέλη etc. -- Further several Europ. rivernames of Celt. origin(?) have been compared with ὄμβρος, e.g. NHG Amper, Engl. Amber. -- So wrong Pok. 315f. - So ομβρος has no etymology; Szemerenyi, Syncope 241f, 249 assumes a loanword (= a Pre-Greek word).Page in Frisk: 2,384-385Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄμβρος
См. также в других словарях:
ἀντλία — ἀντλίᾱ , ἀντλία hold of a ship fem nom/voc/acc dual ἀντλίᾱ , ἀντλία hold of a ship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀντλίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλίᾳ — ἀντλίαι , ἀντλία hold of a ship fem nom/voc pl ἀντλίᾱͅ , ἀντλία hold of a ship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
αντλία — η συσκευή με την οποία παίρνουμε (αντλούμε) από κάποιο χώρο υγρό ή αέρα: Οι αντλίες ξεχωρίζουν σε «υδραντλίες» και «αεραντλίες» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιοντική αντλία — Αντλία κενού, στην οποία το αέριο που πρόκειται να απομακρυνθεί ιονίζεται από μία δέσμη ηλεκτρονίων και τα σχηματιζόμενα θετικά ιόντα έλκονται από μία κάθοδο. Με τις αντλίες αυτές μπορεί να δημιουργηθεί κενό που φτάνει τα 10 4N/cm2 και το αέριο… … Dictionary of Greek
ιοντοαπορροφητική αντλία — Αντλία κενού, όπου τα αδρανή, από χημική άποψη, αέρια απομακρύνονται με τη μορφή ιόντων εξαιτίας ισχυρού ιονισμού τους που προκαλείται από ένα ηλεκτρικό πεδίο και τα δραστικά αέρια απομακρύνονται με παγίδες αερίων (γκέτερς). H ι.α. μπορεί να… … Dictionary of Greek
ενδοαορτική αντλία ή μπαλόνι — Συσκευή που εισάγεται στην αορτή, για να παρέχει προσωρινή βοήθεια σε μια ανεπαρκώς λειτουργούσα καρδιά. Η συσκευή λειτουργεί φουσκώνοντας ανάμεσα στις συσπάσεις του καρδιακού μυός, για να βοηθήσει την κυκλοφορία του αίματος. Χειρουργική επέμβαση … Dictionary of Greek
αεραντλία — Αντλία που χρησιμεύει για τη μεταφορά ενός αερίου από έναν χώρο σε άλλο ή για την αύξηση της ταχύτητάς του. Οι διάφοροι τύποι α. διαιρούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες: α) αντλίες κενού, που αδειάζουν τα αέρια από έναν χώρο, β) αεροσυμπιεστές,… … Dictionary of Greek
ἀντλίας — ἀντλίᾱς , ἀντλία hold of a ship fem acc pl ἀντλίᾱς , ἀντλία hold of a ship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλίαι — ἀντλία hold of a ship fem nom/voc pl ἀντλίᾱͅ , ἀντλία hold of a ship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλίαν — ἀντλίᾱν , ἀντλία hold of a ship fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)