-
1 ἀντι-τίμημα
ἀντι-τίμημα, τό, die durch die ἀντιτίμησις festgesetzte Geldstrafe.
-
2 ἀντιτίμημα
ἀντι-τίμημα, die durch die ἀντιτίμησις festgesetzte Geldstrafe -
3 цена
-ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ.1. τιμή, τίμημα, αξία•цена товара η τιμή του εμπορεύματος•
государственная цена κρατική τιμή•
цена стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών•
снижение цен πτώση των τιμών•
тврдая цена σταθερή τιμή.
2. εκτίμηση.3. -ою θυσιάζοντας, χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο•спасти человека -ою своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυσιάζοντας την ευτυχία μου.
|| -ой χάρη, αντί•добиться чего-н. -ой упорного труда πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά•
занять позицию -ой больших потерь καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών.
|| μτφ. σημασία•жизнь потеряла для не всякую -у η ζωή γι αυτήν έχασε κάθε νόημα•
какова его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έχουν οι διαβεβαιώσεις του;
εκφρ.в -е – έχει αξία, εκτιμάται πολύ•этот товар нынче в -е – αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέραση (ζήτηση)•любой (ή какой бы то ни было) -ой – αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία•- ы нет – α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας. -
4 τάσσω
A , etc.: [tense] aor. , etc.: [tense] pf.τέτᾰχα X.Oec.4.5
, ([etym.] συν-) Pl.Lg. 625c: [tense] plpf.ἐτετάχει Plb.5.65.7
:—[voice] Med., [tense] fut. τάξομαι (in pass. sense) LXX Ex.29.43: [tense] aor.ἐταξάμην Hdt.3.13
, Th.2.83, etc.:— [voice] Pass., [tense] fut.ταχθήσομαι D.S.11.41
, ([etym.] ἐπι-) Th.1.140, etc.; later τᾰγήσομαι ([etym.] ἐν-) Orib.8.1, ([etym.] ὑπο-) 1 Ep.Cor.15.28; 3fut. , Th.5.71, Ar.Av. 637: [tense] aor. , etc.; later ἐτάγην [ᾰ] SIG708.9 (Istropolis, ii B.C.), Plu.2.965e, Perict. ap. Stob.4.25.50, etc.: [tense] pf.τέταγμαι Pi.O.2.30
, etc.; [ per.] 3pl.τετάχαται Th.3.13
, ([etym.] ἀντι-) X. An.4.8.5: [ per.] 3pl. [tense] plpf.ἐτετάχατο Th.5.6
, 7.4:—draw up in order of battle, form, array, marshal, both of troops and ships,τὴν στρατιήν Hdt.1.191
;τοὺς ὁπλίτας Th.4.9
;νεῶν στῖφος ἐν στίχοις τρισίν A.Pers. 366
;πολεμίων στίχας E.Heracl. 676
;τ. εἰς μάχην στρατιάν X.Cyr.1.6.43
: abs., Isoc.18.47:—[voice] Pass., to be drawn up,ἐς μάχην Hdt.1.80
;οὐδένα κόσμον ταχθέντες Id.9.69
; ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι in four lines, X. An.1.2.15; ἐπὶ μιᾶς, of ships, Id.HG1.6.29;ἐπὶ κέρως Eub.67.4
; κατὰ μίαν ναῦν τεταγμένοι in line, Th.2.84; ἐπὶ ὀκτώ, of troops, Id.6.67: abs., τεταγμένοι in rank and file, Id.2.81 (so metaph., τὸ ἐν τῷ τεταγμένῳ ὄν the rank and file, opp. Senators and Equites, D.C.49.12); στράτευμα τεταγμένον, opp. ἄτακτον, X.Mem.3.1.7:—[voice] Med., fall in, form in order of battle, freq. in Th., 1.48, 4.11, etc.;ὡς ἐς μάχην 2.20
; ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν formed in a circle, ib.83, cf. 3.78; ; (but in 2.90 trans., ἐπὶ τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς having drawn up their ships in four lines, cf. E.Heracl. 664).2 post, station,τὰς καμήλους ἀντία τῆς ἵππου Hdt.1.80
, cf. E.Ph. 749; τινὰς ἐπί τινας one group against another, X.Cyr.2.1.9 (but τ. τινὰ ἐπὶ τοὺς ἱππέας set him over them, to command them, Id.HG3.4.20); ἑαυτὸν ὑμῖν τάξαι παρέσχεν for enrolment, Lys.31.9, cf. Lycurg.43:—[voice] Pass., to be posted or stationed,τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο Hdt.1.84
, cf.A.Pers. 381;ἐς τὸ ὄρος Hdt.7.212
; but ἐς τὸ πεζόν or ἐς π. τετάχθαι to serve among the infantry, ib.21,81; ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν -θέντες ib. 203: c. gen., τῆς πρώτης τάξεως (or simply τῆς πρώτης)τεταγμένος Lys.14.11
, 16.15: c. acc. cogn.,τάξιν τινὰ ταχθῆναι Pl.Phdr. 247a
, etc.;δεξιὸν τεταγμένους κέρας E.Supp. 657
: freq. folld. by Preps. (cf. infr. 11.1, etc.), ταχθῆναι or τετάχθαι ἐπί τινα or τινας against another, Th.3.78, etc.; ἐπί τινι or τισι A.Th. 448, Th.2.70, 3.13, etc.; also, to be posted at a place, (anap.); ἐπ' εὐωνύμῳ κέρατι on the left wing, X.Oec.4.19;ἐπὶ τοῦ λαιοῦ κέρως Plb.1.34.4
; τ. κατά τινα over against.., Hdt.8.85, X.An.2.3.19; τ. μετά τινα behind him.., Id.HG7.2.4 (soἐπί τινι Id.Lac.13.7
); μετά τινος with him, by his side, Plb.2.67.2, etc., cf. Th.2.63;σύν τινι X.An.3.2.17
, etc.;παρὰ τὸν ποταμόν Hdt.9.15
; περὶ τὸ Ἥραιον ib.69;ἀμφὶ τὴν Κέον Id.8.76
.II appoint to any service, military or civil, the latter being metaph. from the former,ἄρχοντας X.HG7.1.24
; τινὰ ἐπί τινι Id.Cyr.8.6.17, D.17.20, etc.;ἐπὶ τὰς πράξεις Isoc.5.151
, cf. Pl.Ly. 209b, etc.;ἀξιῶ σε τάξαι με ἐπί τινος PCair.Zen.447.3
(iii B.C.): also τ. ἑαυτὸν ἐπί τι undertake a task, Pl.R. 371c, D.8.71, etc.;πρός τι X. Mem.2.4.6
:—[voice] Pass.,οἱ τεταγμένοι βραβῆς S.El. 709
, cf. 759;πρέσβεις ταχθέντες D.19.69
; τετάχθαι ἐπί τινι to be appointed to a service, Hdt. 1.191, 2.38, A.Pers. 298, E. Ion 1040, X.Cyr.4.6.1; , X.Cyr.1.4.24, etc.; alsoἐπί τινος Hdt.5.109
( ἐπ' οὗ, v.l. ὅκου), D.10.46;τὸν ἐπὶ τῆς σφαγῆς τεταγμένον Plu.Cleom.38
, cf. Plb.3.12.5; ὁ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος secretary, Id.15.27.7; οἱ πρὸς ταῖς φυλακαῖς (tolls) τετ. PCair.Zen.31.15 (iii B.C.).2 c. acc. et inf., appoint or order one to do or be,τάττετ' ἐμὲ ἡγεῖσθαι X.An.3.1.25
, cf. Cyr.7.3.1, Hdt.3.25, S.OC 639, E.Hec. 223, etc.:—[voice] Pass.,μοῖρα ἡ ταχθεῖσα.. φρουρέειν Hdt.4.133
, cf. 8.13, A.Eu. 279, 639, etc.;τασσόμενος πορεύεσθαι X.Cyr.4.5.11
, etc.; τοῦτο τετάγμεθα (sc. ποιεῖν) E.Alc.49; alsoτεταγμένος κίοι A.Supp. 504
; ὁ ἐπ' Αἴγυπτον ταχθείς (sc. κῆρυξ) ordered to Egypt, Hdt.3.62, cf. 68, 6.48.3 also τ. τινί c. inf., Id.2.124, X.Cyr.1.5.5, etc.: impers., ἴωμεν.., ἵν' ἡμῖν τέτακται (sc. ἰέναι) S.Ph. 1181 (lyr.);οἷς ἐτέτακτο παραβοηθεῖν Th.3.22
;τοῖς δὲ ἕπεσθαι τέτακται X.Lac.11.6
: also with inf. omitted, κόσμον φυλάσσουσ' ὅντιν' ἂν τάξῃ πόλις (sc. φυλάσσειν) E.Supp. 245, cf. 460, Hel. 1390, etc.4 assign to a duty or class of dutiful persons,ἐν πᾶσιν ἐμαυτὸν ἔταττον D.18.221
; εἰς ὑπηρετικὴν αὑτοὺς τ. Pl.Plt. 289e;πρός τινας τάξαι αὑτόν Din.3.18
;σὺν ἐμοὶ τ. σεαυτήν D.H.8.47
;τ. ἐμαυτὸν εἰς τάξιν τινά X.Mem.2.8
; τινὰς εἰς τοὺς ἀρχικούς ib.7; εἰς τὴν δουλείαν ἐμαυτόν ib.11; τ. ἑαυτόν τινων εἶναι range oneself with.., D. 19.302:—[voice] Pass., πρὸς τὴν ξυμμαχίαν ταχθῆναι to join it, Th.3.86.III c. acc. rei, place in a certain order or relative position, χωρὶς ἑκάτερα τ. Hdt.7.36; τίνα μέσον τάξω λόγον; E.El. 908; πρῶτον καὶ τελευταῖον τὸ κάλλιστον τ. X.Mem.3.1.9;τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα ἐναντία τάττειν τοῖς πολεμίοις Id.Cyr.3.3.45
;τοὺς πόδας [τοῦ ἐμβρύου] κατ' εὐθὺ τοῦ στομίου τῆς ὑστέρας τάσσειν Sor.2.60
; ; τάξας.. ἀπὸ μὲν δύσεως μίαν θυρίδα φωτὸς ἕνεκεν ib.14.6.6; [κηρίας] τὴν μεσότητα τάσσειν ὑπὸ τὸ γένειον PMed.Lond.155ii 29
, cf. Sor.Fasc.25. al.;εἰς ταὐτὸ τ. τὴν εὐτυχίαν τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.EN 1099b7
; Λυδοὺς.. πρὸς ἅπαντας range over against, Pl.Plt. 262e;τὴν σοφιστικὴν περὶ τὸ μὴ ὂν ἔταξεν Arist.Metaph. 1026b15
, cf. Top. 125b21; c. inf., [Ὅμηρον] ἐν τοῖς.. σοφωτάτοις εἶναι τάττομεν Aeschin.1.142
;οὐκ εὐλόγως τὸ τοιοῦτον σημεῖον ἐν τοῖς φρενιτικοῖς τάττει Gal.16.521
, cf. 18(2).238; τ. τι ἐπί τινος apply a term to a certain sense, Ath.1.21a:—[voice] Pass.,τετάχθαι κατά τινος D.H.2.48
;ἔμπροσθεν τ. τινός Pl.Lg. 631d
, cf. X. Mem.3.1.7, etc.b with an inf. and Adj., lay down, rule to be so and so,ἅπερ ἂν.. αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ Pl.Lg. 728a
; .2 ordain, prescribe,τ. τὰ περὶ τὰ τέκνα Arist.Pol. 1262b6
: abs., ὁ νόμος οὕτω τ. Pl.La. 199a;οὕτω τ. ὁ λόγος Arist.EN 1119b17
:—[voice] Pass.,τὸ ταττόμενον Ar.Ec. 766
;τὸ ταχθὲν τελεῖν S.Aj. 528
;τὰ τεταγμένα X.Cyr.1.2.5
, etc.; τὰ τετ. ἄγειν the things appointed to them for conveying, ib.8.5.4;τῆς τροφῆς ἡ βελτίστη τέτακται τοῖς ἐλευθέροις Arist.GA 744b18
; ἐν τῷ τεταγμένῳ εἶναι to be fulfilling one's obligations, IG12.57.47, 22.116.48, X. Cyr.6.2.37.3 of taxes or payments, assess,τὸν φόρον ταῖς πόλεσι And.4.11
, cf. Aeschin.2.23, D.23.209;ταῖσδε ἔταξαν οἱ τάκται IG12.218.45
; soτ. τῷ ναύτῃ δραχμήν X.HG1.5.4
: with inf. added, , etc. ([voice] Pass.,φόρον ἐτάχθησαν φέρειν Hdt.3.97
); τάσσειν ἀργυρίου πολλοῦ fix a high price, Th.4.26:—[voice] Pass.,τὸ ταχθὲν τίμημα Pl.R. 551b
;εἰσφέρειν τὸ τεταγμένον Arist.Pol. 1272a14
:—[voice] Med., take a payment on oneself, i.e. agree to pay it,φόρον τάξασθαι Hdt.3.13
, 4.35;χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι Th.1.101
; χρήματα ταξάμενοι κατὰ χρόνους ἀποδοῦναι agreeing to pay by instalments, ib. 117, cf. 3.70;πόλεις αὐταὶ ταξάμεναι IG12.212.72
, cf. 211 vi 6; alsoτάξασθαι ἐς τὴν δωρεήν Hdt.3.97
(but also, much like [voice] Act., ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι ib.89).b [voice] Med., generally, agree upon, settle,ταξαμένους.. δέχεσθαι μισθὸν τῆς φυλακῆς Pl.R. 416e
; , cf. 844b, 844c, al.;τέταγμαι ποιμέσιν, οἵ μοι δώσουσιν τιμήν PMich.Zen.56.19
(iii B.C.); votum expld. as εὐχή, ὃ τάττεταί τις θεῷ, Gloss.: c. inf. [tense] fut., PEnteux.54.5(iii B.C.), Plb.18.7.7, al.c [voice] Med., pay,τῆς δὲ τιμῆς τάξονται παραχρῆμα τὸ δ μέρος, τὸ δὲ λοιπὸν ἐν ἔτεσι γ PEleph.14.18
(iii B.C.), cf. PEnteux. 60.9, 89.7, PMich.Zen.79.9, PCair.Zen.649.16 (all iii B.C.), PAmh. 2.31.1, 52.1, Ostr.Bodl. i 46,96, al., PLond.3.1201.1, 1202.1 (all ii B.C.).4 impose punishments,τ. δίκην Ar.V. 1420
, etc.; τ. ζημίας, τιμωρίας, Pl.Lg. 876c, D.20.143;τῷ κλέψαντι θάνατον Lycurg.65
:— also in [voice] Med., Hdt.2.65.5 in [tense] pf. part. [voice] Pass., fixed, settled, prescribed, ὁ τεταγμένος χρόνος (like τακτός) Hdt.2.41, etc.; ;ἡμέρα X.Cyr.1.2.4
; ;ἡ τετ. χώρα X.Cyr.5.3.40
; αἱ τετ. θυσίαι the regular offerings, Id.HG3.3.4; οἱ ἐπὶ τούτῳ τετ. [νόμοι] Pl.Cri. 50d; ἡ τετ. δίαιτα prescribed, Id.R. 404a; τὰ τετ. ὀνόματα received, Isoc.9.9; τετ. τέχνη regular, Id.13.12; τεταγμένον, opp. ἄτακτον, Arist.Cael. 280a8; Lyr.Alex. Adesp.37.6
; of geom. figures, regular, i.e. equilateral and equiangular, Papp.306.2, 8, al.--cf. τεταγμένως. -
5 τιμάω
Aτιμήσω 9.155
, etc., [dialect] Dor. [ per.] 3pl.τιμᾱσεῦντι Theoc.Ep.7.4
: [tense] aor.ἐτίμησα Hdt.8.124
, etc., [dialect] Ep. , Lyr.τίμᾱσα Pi.N.6.41
, B.12.194: [tense] pf.τετίμηκα Lys.26.17
, etc., [dialect] Dor.τετίμᾱκα Pi.I.4(3).37(55)
:—[voice] Med., [tense] fut. τιμήσομαι always in pass. sense, h.Ap. 485, A.Ag. 581, S.Ant. 210, E.Fr.360.49, Th.2.87, X.Cyr.8.7.15 (reading δι' ἄνδρα with codd. DF), Hier.9.9, exc. in Pl.Ap. 37b, where it is used in a technical sense (v. infr. 111.2): [tense] aor. ἐτιμησάμην in senses shared by [voice] Act., Od.19.280, 20.129, Il.22.235, Th.3.40; in sense 111.2, Pl.Cri. 52c:—[voice] Pass., [tense] fut.τιμηθήσομαι Th.6.80
, D.19.223, IG22.1182.9, etc.;τετιμήσομαι Lys.31.24
codd. ( τιμήσεται Cobet): [tense] aor.ἐτιμήθην Hdt.5.5
, etc.; Lyr. [ per.] 3pl.τίμᾱθεν Pi.Parth.2.41
: [tense] pf.τετίμημαι Il.12.310
, etc.; also [voice] Med. in technical sense, v. 111.2:—honour, revere, reverence (in this sense the [voice] Med. is used only by Hom.); of the honour rendered to superiors, as by men to gods, by men to their elders, rulers, or guests,περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο Od.19.280
, etc.;τίμα τὸν πατέρα σου LXX Ex.20.12
, al.; conversely of the honour bestowed by gods upon a man, μερμήριζε (sc. Ζεὺς).., ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ Il.2.4
, cf. 15.612, Od. 3.379; by a father on his son, 14.203, Hes.Th. 532; by an elder brother, Il.22.235 ([voice] Med.): also in Pi., Hdt., and [dialect] Att.,ἐξόχως τίμας εν Pi.O.9.69
;δαιμόνων τιμᾶν γένος A.Th. 236
;θεοὺς τιμῶντες S.OC 277
, cf. 1071 (lyr.), Hdt.2.29;σέβεσθαι καὶ τ. τοὺς θεούς X.Mem.4.3.13
;ἱλασκομένοις καὶ τιμῶσιν.. Δία Πατρώϊον SIG1044.6
(Halic., iv/iii B.C.); , cf. 516, E.Med. 660 (lyr.), Hdt.7.107, etc.;θεοὶ δ' ὅταν τιμῶσιν, οὐδὲν δεῖ φίλων E.HF 1338
: abs., οἱ τύραννοι μάλιστα δύνανται τιμᾶν bestow honours, D.20.15 ( τιμᾶν secl. Bake), cf. Pl.Lg. 631e: hence simply, reward, X.Cyr. 3.3.6, Isoc.9.42 (so in [voice] Pass., Hdt.7.213, Lys.12.64, 19.18); ἐπαινεῖν καὶ τ., τ. καὶ δωρεῖσθαι, δωρεῖσθαί τε καὶ τ., τ. καὶ χαρίζεσθαι, X.Cyr.1.2.12, 3.2.28, 8.2.10, 2.4.9: c. dat. modi, δωτίνῃσι θεὸν ὣς τιμήσουσι will honour him with gifts, Il.9.155;ξεῖνον ἐτιμήσασθ' ἐνὶ οἴκῳ εὐνῇ καὶ σίτῳ Od.20.129
; τιμᾶν τινα τάφῳ, γόοις, A.Th. 1051, Supp. 116 (lyr.);πόλιν τ. συμμάχῳ δορί Id.Eu. 773
;ἐσθήμασι Th.3.58
; ;δώροις X.An.1.9.14
, HG6.1.6;στρεπτοῖς καὶ ψελίοις τ. καὶ κοσμεῖν τινα Id.Cyr.1.3.3
:—[voice] Pass., mostly in [tense] pf. τετίμημαι, which alone is pass. in Hom., to be honoured, held in honour, Il.9.608, Od. 7.69;ἐτιμήθη παρὰ Ξέρξῃ Hdt.8.105
; , etc.;τετίμαται πρὸς ἀθανάτων Pi.I.4(3).59(77)
;σκήπτρῳ.. δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων Il.9.38
, cf. 12.310;τιμᾶσθαι προεδρίαις X.Vect.3.4
, cf. Cyr.8.4.2;ἐκ τοῦ πολεμεῖν Th.5.16
: c. acc. cogn. attracted to gen.,ὥς μευ ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος, οὐδέ σε λήθω, τιμῆς ἧς τέ μ' ἔοικε τετιμῆσθαι Il.23.649
(but c. gen., τετειμημένος ὑπὸ τῶν αὐτοκρατόρων τετάρτης στρατείας ( = Lat. quattuor militiis) Supp.Epigr.7.145 (Palmyra, ii A.D.)); οἱ τετιμηυένοι men of rank, men in office, X.Cyr.8.3.9; οἱ τιμώμενοι ib. 8.8.4, cf. E.Or.[913]; τῆς πόλεως τὸ τιμώμενον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν the honour enjoyed by the city, Th.2.63.II of things, hold in honour or esteem, value, prize, h.Hom.25.6, Pi.O.6.72, etc.; τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ; E.Ph. 550; νόμους τ. Id.Tr. 1211; τὴν εὐσέβειαν, ἀγνωμοσύναν, Id. Ion 1046, Ba. 885 (lyr.); , cf. Pl.Tht. 149c;τὸ σωφρονεῖν τ. τοῦ βίου πλέον A.Supp. 1013
.2 c. gen. pretii, estimate or value at a certain price, Pl.Lg. 917c, 921b, PCair.Zen.269.13,15 (iii B.C.), UPZ67.3 (ii B.C.), etc.;πλοῖα τετιμημένα χρημάτων Th.4.26
: abs., τετιμῆσθαι ἕκαστον τὴν οὐσίαν χρεών that each man should have his property valued (for assessment), Pl.Lg. 955d, etc.;οἱ ὑπὲρ τὰς μυρίας τιμώμενοι δραχμάς Plb.6.23.15
; τὸ τιμηθέν the estimate, Pl. Lg. 954b:—freq. in [voice] Med., διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο <τὰ> αὑτοῦ estimated his property at.., Lys.19.48, cf. PPetr.2 intr.p.33(iii B.C.); πρὸ παντὸς τιμᾶσθαί τι, like περὶ παντὸς ποιεῖσθαι (v.περί A.
IV), Th. 3.40, cf. 1.33; πλείονος, μείζονος τιμᾶσθαι, X.Mem.3.10.10, Cyr.2.1.13;τοσούτου τ. τὴν πολιτείαν D.22.45
; μίαν ἡδονὴν θανάτου τ. Plu. 2.5b: also with Preps., : without a gen.,ἐτιμήσαντο τήν τε χώραν καὶ τὰς οἰκίας Plb.2.62.7
: simply, value, estimate,ἐν προικί Is.3.35
, cf. D.47.57 ([voice] Pass.), 53.1; τινα LXX Le.27.8, Ev.Matt.27.9.3 rarely, award or give as an honour,Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος Pi.P.4.270
; ;ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς χάριν Id.Ant. 514
;πατρῴαν τιμῶν χάριν E.Or. 829
(lyr.): hence,1 in [voice] Act. (later in [voice] Med., PHal.1.201 (iii B.C.), D.L.2.41, etc.), of the court, estimate the amount of punishment due to the criminal, award the penalty,τιμάτω τὸ δικαστήριον, ὅ τι ἂν δέῃ πάσχειν.. τὸν ἡττηθέντα Pl.Lg. 843b
; τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης ib. 879b; τ. τὰς βλάβας ib. 843d; τ. τὴν δίκην ib. 880d (cf. infr. 2c); ἅπασι τ. τὴν μακράν (sc. γραμμήν) award them the long line, i.e. sentence of death, Ar.V. 106, ubi v. Sch.: abs., ὡς ἐγὼ τιμᾶν βλέπω I carry penalty in my eyes, am itching for pains and penalties, ib. 847: the sentence or judgement awarded is added in the gen., τ. τινὶ θανάτου (sc. δίκην) give sentence of death against a man, condemn him to death, Lys.27.7 (cf. 8), Pl.Grg. 516a, D.24.103 ([voice] Pass.), 32.15; τ. τινὶ δέκα ταλάντων mulct him in ten talents, Id.58.31; τίνος τιμήσειν αὐτῷ προσδοκᾷς τὸ δικαστήριον; at what do you expect the court to fix his penalty? Id.21.151, cf. Pl.Ap. 37c; ἡ ἡλιαία τιμάτω περὶ αὐτοῦ ὅτου ἂν δόξῃ ἄξιος εἶναι παθεῖν Lexap.D.21.47: c. acc. pers.,τιμάτωσαν αὐτὸν καθ' ὅτι ἂν δοκῇ τῷ κοινῷ IG22.1275.16
:—[voice] Pass., τιμᾶσθαι ἀργυρίου to be condemned to a fine, τινος for a thing, Lys.6.22, Lex ap.D.21.47; ἐὰν.. ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον if sentence of death has been passed upon one, Pl.Lg. 946e, cf. Antipho 6.38.2 in [voice] Med., of the parties before the court,a of the accuser, τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου (sc. τὴν δίκην ) he estimates the penalty at death (gen. pretii) for me, Pl.Ap. 36b;εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾶσθαι Id.Grg. 486b
, cf. D. 25.74,83, etc.b of the person accused (cf. ἀντιτιμάω, ὑποτιμάω) , τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ estimate the penalty for myself at so high a rate, Pl.Ap. 37b, cf. 38b;ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι Id.Cri. 52c
;ἔδησεν ἑαυτὸν τιμησάμενος δεσμοῦ Lys.6.21
: [tense] pf. [voice] Pass.,θανάτου τετιμημένος ἑαυτῷ Din.1.1
:—Arist.Rh. 1375a1 uses the [voice] Act. in this sense.c the acc. of δίκη or of the offence is added,πέντε μυριάδων τιμησάμενος τὴν δίκην Plu.Cic.8
, cf. Lys.13, D.L.2.42;θανάτου τιμῶμαι τὰ πεπολιτευμένα ἐμαυτῷ Plu.Phoc.34
.
См. также в других словарях:
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
αγαλτέρω — Οικονομικός όρος που προέρχεται από τη βενετσιάνικη φράση dar a galder (= δίνω για επικαρπία). Λέγεται και αγαλτιέρω, αγαλτέρνω και γαλτέρνω. Στη Βενετία χρησιμοποιούσαν και την έκφραση istromento a galder. Η επικαρπία κτήματος δίνεται για… … Dictionary of Greek
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek