-
1 ἀντι-στροφή
ἀντι-στροφή, ἡ, 1) das Entgegenkehren, Umkehren. – 2) Gegenwendung des Chors beim Tanze, die der vorangegangenen Wendung, στροφή, genau entspricht; ebenso die dazu gesungenen Worte, Antistrophe, wie Pindars Gesänge u. die meisten lyrischen Stellen der Dramatiker. – 3) Bei den Rhetoren, die Figur der Retorsion, wenn zwei Satzglieder mit denselben Worten schließen. – 4) Beiden Gramm., Umkehrung der gewöhnlichen Wortverbindung, z. B. ληρεῖς ἔχων für ἔχεις ληρῶν.
-
2 ἀντι-περι-στροφή
ἀντι-περι-στροφή, ἡ, das Herumdrehen auf die entgegengesetzte Seite, Plut. plac. phil. 4, 14, vom Spiegelbilde.
-
3 ἀντιστροφή
ἀντι-στροφή, (1) das Entgegenkehren, Umkehren. (2) Gegenwendung des Chors beim Tanze, die der vorangegangenen Wendung, στροφή, genau entspricht; ebenso die dazu gesungenen Worte, Antistrophe, wie Pindars Gesänge u. die meisten lyrischen Stellen der Dramatiker. (3) Bei den Rhetoren: die Figur der Retorsion, wenn zwei Satzglieder mit denselben Worten schließen. (4) Beiden Gramm: Umkehrung der gewöhnlichen Wortverbindung, z. B. ληρεῖς ἔχων für ἔχεις ληρῶν -
4 αντιστροφη
ἥ1) перемещение, перестановка, инверсия(τῆς ἀναλογίας Arst.)
2) лог. обращение, обратимость(τῶν τῆς προτάσεως ὅρων Arst.)
3) антистрофа, «поворот» (в античной трагедии, часть песни, соответствующая предыдущей строфе, ее пел хор, возвращаясь к тому месту, с которого он начинал исполнение строфы) -
5 ἀντιπεριστροφή
-
6 στρέφω
στρέφω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `to twist, to turn', intr. a. midd. `to twist, turn, to run (Il.).Other forms: Dor. στράφω? (Nisyros IIIa; quite doubtful), Aeol. στρόφω (EM), aor. στρέψαι, - ασθαι (Il.), Dor. ἀπο-στράψαι (Delph.), pass. στρεφθῆναι (Hom. [intr.], rarely Att.), Dor. στραφθῆναι (Sophr., Theoc.), στραφῆναι (Hdt., Sol., Att.), ἀν-εστρέφησαν (young Lac. a.o., Thumb. Scherer 2, 42), fut. στρέψω (E. etc.), perf. midd. ἔστραμμαι (h. Merc.), hell. also ἐστρεμμένος (Mayser Pap.I: 2, 196), act. ἔστροφα (hell.), also ἔστραφα (Plb.).Derivatives: A. With ε-vowel: 1. στρεπ-τός `twisted, flexible' (Il.), m. `necklace, curl etc.' (IA.) with - άριον (Paul Aeg.). 2. - τικός ( ἐπι-, μετα- a.o.) `serving to twist' (Pl. a.o.). 3. - τήρ m. `door-hinge' (AP). 4. στρέμμα ( περι-, διά- a.o) n. `twist, strain' (D., medic. a.o.), σύ- στρέφω `ball, swelling, round drop, heap, congregation etc.' (Hp., Arist., hell. a. late). 5. στρέψ-ις ( ἐπι-) f. `the turning, turn' (Hp., Arist.) with - αῖος, PN - ιάδης. 6. στρεπτ-ίνδα. adv. kind of play (Poll.). 7. ἐπιστρεφ-ής `turning to (something), attentive' (IA.) witf - εια f. (pap. IIIp). -- B. With o-ablaut: 1. στρόφος m. `band, cord, cable' (Od.), `gripes' (Ar., medic.); as 2. member e.g. εὔ ( ἐΰ-)στροφος = στρέφω - στρεφής `well-twisted, easy to twist, to bend', (Ν599 = 711, E., Pl. etc.) with - φία f. `flexibility' (hell. a. late); from the prefixcompp. e.g. ἀντίστροφ-ος `turned face to face, according' (Att. etc.: ἀντι-στρέφω). From it στρόφ-ιον n. `breast-, head-band' (com., inscr. a.o.), - ίς ( περι- a. o.) f. `id.' (E. a.o.), - ίολος m. `edge, border' (Hero), - ώδης `causing gripes' (Hp. a.o.), - ωτός `provided with pivots' (LXX), - ωμα n. `pivot, door-hinge' with - ωμάτιον (hell.), - ωτήρ m. `oar' (gloss.), - όομαι `to have gripes' (medic. a.o.), ἐκστροφῶσαι H. s. ἐξαγκυρῶσαι την θύραν, - έω `to cause gripes' (Ar.); as 2. member e.g. in οἰακοστροφ-έω `to turn the rudder' (A.) from οἰακο-στρόφος (Pi., A. a..). 2. στροφή ( ἐπι-, κατα- etc.) f. `the twisting, turning around etc.' (IA.) with - αῖος surn. of Hermes (Ar. Pl. 1153; as door-waiter cf. στρο-φεύς] referring to his dexterity [cf. στρόφις). From στροφή or στρόφος: 3. στρόφ-ις m. `clever person, sly guy' (Ar., Poll.). 4. - άς f. `turning' (S. in lyr., Arat. a.o.), - άδες νῆσοι (Str. a.o.). 5. - εῖον m. `winch, cable etc.' (hell. a. late). 6. - εύς m. `door-hinge, cervical vertebra' (Ar., Thphr. a.o.; Bosshardt 47). 7. - ιγξ m. (f.) `pivot, door-hinge' (E., com. etc.). 8. - στροφάδην (only with ἐπι-, περι- a.o.) `to turn around' (ep. Ion.). 9. With λ-enlargement: στρόφ-αλος m. `top' (V--VIp); - άλιγξ f. `vertebra, curve etc.' (ep. Il.), - αλίζω `to turn, to spin' (o 315, AP). -- C. With lengthened grade: iter. intens. στρωφ-άω, - άομαι ( ἐπι-, μετα- a.o.) `to turn to and fro, to linger' (ep. Ion. poet. Il.), - έομαι `to turn' (Aret.). -- D. With zero grade: ἐπιστραφ-ής = ἐπιστρεφ-ής (s. ab.; late). PN Στραψι-μένης (Dor.). -- E. As 1. member a.o. in στρεφε-δίνηθεν aor. pass. 3. pl. `they turned around, swindled' (H 792; after it in act. Q. S. 13, 7), prob. combination of στρέφομαι and δινέομαι (Schwyzer 645 w. n. 1 a. lit.); for it with nominal 1. member στροφο-δινοῦνται (A. Ag. 51 [anap.]); στρεψο-δικέω `to twist the right' (Ar.) beside στρεψί-μαλλος `twisting the wool-flakes' = `with frizzly wool' (Ar.); cf. Schwyzer 442.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The above strongly productive group of words can because of its regular system and extension not be very old. On the other hand there is nothing in it, that could point to loans. So an inherited word of recent date with unknown prehistory and without helpful non-Greek agreements (quite doubtful Lat. [Umbr.] strebula pl. n. `the meat on the haunches of sacricial animals'; on this W.-Hofmann s. v.). A (popular) byform with β is maintained in στρεβλός (s. v.), στρόβιλος, στραβός [this is improbable to me] -- Through στρέφω a. cogn. older words for `turn etc.', e.g. εἰλέω, εἰλύω and σπερ- in σπεῖρα, σπάρτον etc. were partly pushed aside or replaced.Page in Frisk: 2,808-809Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στρέφω
-
7 Turn
v. trans.P. and V. τρέπειν, στρέφειν, ἐπιστρέφειν.Translate: P. μεταφέρειν.Let us turn our steps from this path: V. ἔξω τρίβου τοῦδʼ ἴχνος ἀλλαξώμεθα (Eur., El. 103).Turn a corner: Ar. and V. κάμπτειν.Where are you turning your head? Ar. τὴν κεφάλην ποῖ περιάγεις; ( Pax, 682).Turn one's neck: P. περιάγειν τὸν αὐχένα (Plat., Rep. 515C).Turn on a lathe: Ar. and P. τορνεύειν.V. intrans. P. and V. τρέπεσθαι, στρέφεσθαι, ἐπιστρέφεσθαι.Turn in the race-course: V. κάμπτειν (Soph., El. 744).Become: P. and V. γίγνεσθαι.Turn about: see Turn back (Turn).Turn against, estrange, v. trans.: P. ἀλλοτριοῦν, ἀπαλλοτριοῦν.Embroil: Ar. and P. διιστάναι.Betray: P. and V. προδιδόναι.Turn from its course: P. παρατρέπειν, P. and V. ἐκτρέπειν, ὑπεκτρέπειν, V. παρεκτρέπειν, διαστρέφειν; see Divert.Turn aside, v. intrans.: P. and V. ἐκτρέπεσθαι, ὑπεκτρέπεσθαι, ἀποτρέπεσθαι, ἀποστρέφειν (or pass.), P. παρατρέπεσθαι, ἐκκλίνειν.Turn away: see Turn aside (Turn).Send back: Ar. and P. ἀποπέμπειν.Turn back, v. intrans.: P. and V. ἀποστρέφειν (or pass.), ὑποστρέφειν (or pass.), ἀναστρέφειν, Ar. and P. ἐπαναστρέφειν.Turn from, v. trans., deter: Ar. and P. ἀποτρέπειν; see deter; v. intrans., V. ἀποτρέπεσθαι (acc.), Ar. and V. ἀποστρέφεσθαι (acc.) (also Xen.), P. ἀποτρέπεσθαι ἐκ (gen.).Desist from: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), V. μεθίστασθαι (gen.).Turn into, change into, v. trans.: P. μεταλλάσσειν (εἰς. acc.).Turn into a beast: V. ἐκθηριοῦσθαι.Change into: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν εἰς (acc.) or ἐπί (acc.).Turn out, manufacture, v. trans.: see Manufacture.Be turned out of doors: P. and V. ἐκπίπτειν.Turn out, result, v. intrans.: P. and V. ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, ἐξέρχεσθαι, P. ἀποβαίνειν, V. τελεῖν, ἐξήκειν, ἐκτελευτᾶν, Ar. and P. συμφέρεσθαι.Turn over in one's mind: see Ponder.Turn over a new leaf: V. μεθαρμόζεσθαι βελτίω βίον (Eur., Alc. 1157).Turn round, v. trans.: P. and V. ἀνακυκλεῖν (pass. in Plat.), ἐπιστρέφειν, περιάγειν (Eur., Cycl. 686).Change: P. περιίστασθαι.Not turning round, adj.: V. ἄστροφος (Soph., O. C. 490).Turn tail: P. and V. ὑποστρέφειν, V. νωτίζειν; fly.Turn to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι πρός (acc.), P. καταφεύγειν εἰς, or πρός (acc.), V. φεύγειν εἰς (acc.).Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Capsize: V. ὑπτιοῦσθαι.——————subs.Opportunity: P. and V. ὥρα, ἡ, καιρός, ὁ.Turn of the scale, met.: P. and V. ῥοπή, ἡ.Twist, trick: P. and V. στροφή, ἡ.He will wait the turn of events: P. προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι (Dem. 14).The pair had hardly taken two or three turns ( in walking) when Clinias enters: P. οὔπω τούτω δύʼ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε ἤτην καὶ εἰσέρχεται Κλεινίας (Plat., Euthy. 273A).Duty coming round by rotation: P. and V. μέρος, τό.In order: P. and V. ἐφεξῆς, ἑξῆς.By relays: P. κατʼ ἀναπαύλας.Alternately: P. and V. παραλλάξ.In turn: P. and V. ἐν μέρει, ἐν τῷ μέρει.I will speak in your turn: P. ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει (Plat., Symp. 185D).In return: P. and V. αὖ, αὖθις.In compounds: use ἀντι, e. g.hear in turn: P. and V. ἀντακούειν (Xen.).Be captured in turn: V. αὖθις ἀνθαλίσκεσθαι.Out of turn: P. παρὰ τὸ μέρος (Xen.).They took it in turns to sleep and do the rowing: P. οἱ μὲν ὕπνος, ἡροῦντο κατὰ μέρος, οἱ δὲ ἤλαυνον (Thuc. 3, 49).Taking one's turn: use adj., P. and V. διάδοχος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Turn
См. также в других словарях:
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek