Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἰακο-στρόφος

См. также в других словарях:

  • καλωστρόφος — ο (Α καλωστρόφος) αυτός που πλέκει χοντρά σχοινιά, σχοινοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ + στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. οιακο στρόφος, σχοινο στρόφος] …   Dictionary of Greek

  • λογοστρόφος — λογοστρόφος, ὁ (Μ) αυτός που στρέφει τους λόγους του με επιτηδειότητα, αυτός που στρίβει τα λόγια του, που αλλάζει εύκολα άποψη, γνώμη ή στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. οιακο στρόφος …   Dictionary of Greek

  • ηνιοστρόφος — ἡνιοστρόφος, ὁ (Α) αυτός που στρέφει τα ηνία, που διευθύνει με τα ηνία, ο ηνίοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + στροφος (< στρό φος < στρέφω), πρβλ. οιακο στρόφος «αυτός που κινεί το πηδάλιο». Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ.… …   Dictionary of Greek

  • καλοστροφώ — καλοστροφῶ, άω (Μ) (για γεωργό) αναστρέφω καλά τους βώλους τού χώματος πριν από την άροση, πριν από το όργωμα τού χωραφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + στροφῶ (< στρόφος < στρόφος, ὁ < στρέφω), πρβλ. βωλο στροφώ, οιακο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»