Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνδραπόδοισι

См. также в других словарях:

  • ἀνδραπόδοισι — ἀνδράποδον one taken in war and sold as a slave neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδράποδον — ἀνδράποδον, το (Α) 1. αιχμάλωτος που τον πουλούν ως δούλο, δούλος 2. άναντρος, άβουλος, δουλοπρεπής άντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. ανδράποδα, αναλογικά προς το τετράποδα (πρβλ. τετραπόδων πάντων και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»