Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀνα-πήγνυμι

См. также в других словарях:

  • περιάμπαξ — Α επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περί * + άμπαξ, πιθ. < ἀνά παξ με συγκοπή (< ἀνά + πάξ*, πρβλ. πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • διαμπάξ — (Α) 1. πέρα ώς πέρα, από τη μια ώς την άλλη πλευρά ή άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ανά + πάξ που μαρτυρείται στο ά παξ* (πρβλ. πήγνυμι, αλλά και διαμπερές)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»