-
1 Ανακτόρων
-
2 Ἀνακτόρων
-
3 ανακτόρων
-
4 ἀνακτόρων
-
5 ἐξ-αν-ίστημι
ἐξ-αν-ίστημι (s. ἵστημι, Sp. wie Eust. auch ἐξανιστάω), 1) auf- u. heraustreten-, hervorgehen lassen, vertreiben; Soph. O. C. 47; τοὺς ϑανόντας, aufwecken, El. 928; ἐξ ἕδρας Eur. Andr. 263 u. öfter, ἐξανέστησαν ἐκ τῶν νήσων Her. 1, 171; ἐξ ἠϑέων 5, 14; ἐξαναστήσας τὸν παῖδα, er hieß ihn aufstehen, Plat. Prot. 310 a; τὴν ἐνέδραν, den Hinterhalt hervorbrechen lassen, Xen. Hell. 4, 8, 37, die Einwohner vertreiben, ἄνδρας δόμων Soph. Ant. 237; πρὸς δάμαρτος ἐξανίσταται ϑρόνων Ae, ch. Prom. 769, ὅσοι. ἐξαναστήσαντές τινα βίᾳ νέμονται γῆν Thuc. 4, 98; Folgde. Dah. übh. zerstören, ἐξαναστήσας Ἰλίου βάϑρα Eur. Suppl. 1198; Ἑλλάδα. Tr. 926; πόλιν, die Stadt durch Vertreibung der Einwohner veröden, Her. 1, 155 Thuc. 7, 77 u. A. – 2) Med. u. intrans. Zeiten des Aktivs, sich erheben, aufstehen u. weggehen, ἐξανίστανται Λακεδαίμονος, ziehen fort von L., Pind. P. 4, 49; ἐξανίστω τῶνδ' ἀνακτόρων, entferne dich von, Eur. Andr. 380; ἐκ τῆς γῆς, auswandern, Her. 4, 115; ἐξαναστάντες ὑπὸ τῶν.Σκυϑέων ἐξ ἠϑέων, von den Scythen vertrieben, 1, 15; Πελοποννήσο υ ἐξαναστάσης, da er verheert worden. 2, 171, aufbrechen, Thuc. 7, 49 u. öfter, ὅϑεν ἐξανέστη, von wo er aufgestanden, Plat. Lys. 211, a; δεῠρο ἐξαναστῶμεν, aufbrechen u. hierher gehen, Prot. 311 a; vom Mahle, ἐξαναστησόμεϑα μετὰ τὸ δεῖπνον Rep. I, 328 a; ἐξ ανίστασο πρὸ μέϑ ης Isocr. 1, 32; ἕωϑεν ἐξαναστάς Luc. Nigr. 2 u. öfter; τινὶ ὁδῶν, Einem aus dem Wege gehen, Xen. Conv. 4, 31. Von einem Berge, ἐξανεστηκὸς ἐκ τῆς περικειμένης χώρας εἰς ὕψος ἱκανόν, der sich erhebt, Pol. 1, 56, 4; bei Medic. vom Aufbrechen der Geschwüre; übertr., πολέμου ἐξαναστάντος Apolld. 3, 18, 8. – Auch bei Soph. Phil. 367 ist es aufstehen, wo Andere »außer sich gerathen« erkl.; bei Isocr. 12, 32 lies't Bekk. ἐξισταμένους αὑτῶν für die alte Lesart ἐξανιστ.
-
6 εξανιστημι
(fut. ἐξαναστήσω, aor. ἐξανέστησα; для неперех. знач., см. 6-8: aor. 2 ἐξανέστην, pf. ἐξανέστηκα - med. ἐξανίσταμαι, fut. ἐξαναστήσομαι)1) заставлять встать, подниматьἐ. τέν ἐνέδραν Xen. — велеть людям выйти из засады;
ἐ. θηρία Xen. ( на охоте) — поднимать зверя;ἐ. τοὺς θανόντας Soph. — воскрешать мертвых;ἐ. τοῖς ἀκροβολισμοῖς Plut. — дальним обстрелом заставить (противника) принять бой2) изгонять, выселять(τινὰ δόμων Soph.; τινὰ ἐξ ἕδρας Eur.; τινὰς ἐξ ἠθέων Her.)
; pass. быть изгоняемым(ὑπό τινος Her.)
3) свергать(τινὰ θρόνων Aesch.)
4) разорять, опустошать(πόλιν Her., Thuc.; Ἑλλάδα Eur.)
5) разрушать(Ἰλίου βάθρα Eur.)
6) тж. med. вставать, подниматься(λέχους Eur. и ἐξ εὐνῆς Xen.; θάκων τινί Xen.; ἕωθεν Luc.; μετὰ τὸ δεῖπνον Plat.; ἐκ τοῦ ὕπνου Arst.)
τῶν τις ἐξαναστὰς εἶπε Her. — один из них встал и сказал7) med. ( брахилогически)(вставать и) отправляться, идти, уходить (Λακεδαίμονος Pind.; τῶν ἀνακτόρων θεᾶς Eur.; ἐκ τῆς γῆς Her.)
ἐξαναστῶμεν εἰς τέν αὐλήν Plat. — встанем и выйдем во двор;ἐ. τινι ὁδῶν Xen. — уступать кому-л. дорогу8) возвышаться -
7 лейб-медик
лейб-медикм ист. ὁ ίατρός τῶν ἀνακτόρων, ὁ βασιλικός ίατρός. -
8 δαίδαλος
-
9 дворецкий
-го α. ο, επικεφαλής των αυλικών υπηρετών (αυλοθεραπόντων). || αρχιμάγειρας ανακτόρων. -
10 θυοδόκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυοδόκος
-
11 χορεύω
A , etc.: [tense] aor. , etc.: [tense] pf. :—[voice] Med., in same sense, E. Ion 1084 (lyr.): [tense] fut.- εύσομαι A.Ag.31
: [tense] aor.ἐχορευσάμην Ar.Th. 103
(lyr.), ([etym.] ἐξ-) E.Hel. 381 (lyr.):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐχορεύθην, [tense] pf. κεχόρευμαι, v. infr. 11:— dance a round or choral dance, Pi.Fr. 116, Epich.109, S.Aj. 701 (lyr.), etc.; esp. of the Dionysiac chorus or dance, E.Cyc. 156, Ba.21, 184, 207, etc.: hence, take part in the chorus, regarded as a matter of religion,εἰ γὰρ αἱ τοιαίδε πράξεις τίμιαι, τί δεῖ με χορεύειν; S.OT 896
(lyr.); to be one of a chorus, Ar.Ra. 390 (lyr.), interpol. in D.18.265; considered as a high honour by Athenian citizens, Id.39.16,23;τὸ παλαιὸν οἱ ἐλεύθεροι ἐχόρευον Arist.Pr. 918b21
; not allowed to foreigners, Plu.Phoc.30: c. dat. pers., dance to him, in his honour, , cf. X.Eq.Mag.3.2; ;ἀμφὶ σὰν κιθάραν E.Alc. 582
(lyr.); ἐπὶ Κυρβάντεσι perh. in their train, S.Fr. 862 (lyr.).2 generally, dance, esp. from joy,χ. ὑφ' ἡδονῆς Ar.Pl. 288
, cf. 761; (troch.);ἁνὴρ χορεύει, καὶ τὰ τοῦ θεοῦ καλά Phryn.Com.9
:χ. καὶ ἐν εὐπαθείῃσι εἶναι Hdt.1.191
.4 of any circling motion, as of the heavenly bodies, (lyr.), cf. Ba. 114 (lyr.); so of a cup,δέπας μεστόν, κύκλῳ χορεῦον Antiph.237.3
.II c. acc. cogn.,χορείας χ. Pl.Lg. 942d
, Epin. 982e; φροίμιον χορεύσομαι I will dance a prelude, A.Ag.31; χ. γάμους to celebrate them, E.IA 1057 (lyr.);ὄργια Μουσῶν Ar.Ra. 356
(anap.);ἀγῶνας Plb.4.20.9
:—[voice] Pass., κεχόρευται ἡμῖν (sings the Chorus) our part is played, Ar.Nu. 1510 (anap.); things represented in mimic dance,Pl.
Lg. 655d.2 trans., celebrate in choral dance,Φοῖβον Pi.I.1.7
, cf. S.Ant. 1153 (lyr.), E.HF 871 (troch.); so [voice] Med., Id. Ion 1084 (lyr.):—[voice] Pass., to be celebrated in choral dance, (lyr.), cf. E. Ion 463 (lyr.).3 [voice] Pass., also, to be filled with dances in honour of, c. dat.,ἄστεα διφρηλάτᾳ πάντα δι' ἀνακτόρων Ἴσιδι χορεύεται Lyr.Alex.Adesp.36.19
.III Causal, set one dancing, rouse to the dance, τινα E.HF 686 (lyr.); πόδα χορεύσας, of spreading ivy, AP11.33 (Phil.); ὁ δ' αὐλὸς ὕστερον χορευέτω Pratin.Lyr.1.7:—metaph. in [voice] Pass., (lyr.). -
12 ἐξανίστημι
ἐξ-αν-ίστημι, (1) auf- u. heraustreten-, hervorgehen lassen, vertreiben; τοὺς ϑανόντας, aufwecken; ἐξ ἠϑέων 5, 14; ἐξαναστήσας τὸν παῖδα, er hieß ihn aufstehen; τὴν ἐνέδραν, den Hinterhalt hervorbrechen lassen; die Einwohner vertreiben. Dah. übh. zerstören; πόλιν, die Stadt durch Vertreibung der Einwohner veröden. (2) intrans. Zeiten des Aktivs, sich erheben, aufstehen u. weggehen, ἐξανίστανται Λακεδαίμονος, ziehen fort von L.; ἐξανίστω τῶνδ' ἀνακτόρων, entferne dich von; ἐκ τῆς γῆς, auswandern; ἐξαναστάντες ὑπὸ τῶν. Σκυϑέων ἐξ ἠϑέων, von den Scythen vertrieben; Πελοποννήσο υ ἐξαναστάσης, da er verheert worden; aufbrechen; ὅϑεν ἐξανέστη, von wo er aufgestanden; δεῠρο ἐξαναστῶμεν, aufbrechen u. hierher gehen; vom Mahle; τινὶ ὁδῶν, einem aus dem Wege gehen. Von einem Berge, ἐξανεστηκὸς ἐκ τῆς περικειμένης χώρας εἰς ὕψος ἱκανόν, der sich erhebt; vom Aufbrechen der Geschwüre; aufstehen; außer sich geraten -
13 εὐράξ
Grammatical information: adv.Meaning: meaning uncertain, in στῆ δ' εὐράξ (Λ 251, Ο 541), perh. `on one side, near, at the side'; further Lyc. 920 εὐρὰξ Άλαίου Παταρέως ἀνακτόρων `near the temple of Ά. Π.'; as interj. Ar. Av. 1258 εὐράξ, πατάξ.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Uncertain. On the formation cf. λάξ, ὀδάξ, μουνάξ, διαμπάξ a. o. (Schwyzer 620). Connected (so still Stolz IF 18, 460f.) with εὐρύς and explained as `ἐκ πλαγίου' (e. g. H.). Acc. to Bq with Meister Herodas 749 however to be read as δε Ϝράξ und to be understood as `en heurtant', from ῥάττειν, ῥάσσειν, ῥήσσειν `nudge, bump'; on the meaning cf. ἴκταρ `near' and parallels mentioned there.Page in Frisk: 1,590Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εὐράξ
См. также в других словарях:
Ἀνακτόρων — Ἀνάκτορος neut gen pl Ἀνάκτωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακτόρων — ἄναξ lord masc gen pl ἀνάκτορον king s dwelling neut gen pl ἀνάκτωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χανίων — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Xανίων στεγάζεται στο καθολικό της ενετικής Mονής του Aγίου Φραγκίσκου, το οποίο έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις στη μακραίωνη ιστορία του. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος του Γιουσούφ Πασά … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek
χαλκή — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… … Dictionary of Greek
Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ηρακλείου — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Hρακλείου (Ξανθουδίδου 1, Hράκλειο) είναι ένα από τα πιο πλούσια και σημαντικά αρχαιολογικά μουσεία της Eλλάδας. Στις αίθουσές του εκτίθενται ευρήματα από την προϊστορική ως τη ρωμαϊκή εποχή, που προέρχονται από ανασκαφές… … Dictionary of Greek