-
1 Ανακτόροις
-
2 Ἀνακτόροις
-
3 ανακτόροις
-
4 ἀνακτόροις
-
5 κατα-ζάω
κατα-ζάω (s. ζάω), sein Leben zubringen, verleben; ἐν δ' ἀνακτόροις ϑεοῦ καταζῇ δεῠρ' ἀεὶ σεμνὸν βίον Eur. Ion 36; Plat. Conv. 192 b; Arist. Eth. 1, 10; Sp., ἐν ἡσυχίᾳ μετὰ φιλοσοφίας Plut. Cic. 4.
-
6 ἀνάκτορον
ἀνάκτορον, τό, die Herrscherwohnung, königlicher Palast, bei Sp. bes. im plur. Häufiger: Götterwohnung, Tempel, Eur. ἐν ϑεοῦ ἀνακτόροις Ion. 56; Rhes. 516; Δήμητρος Simonid. 56 (IX, 147); Her. 9, 65, s. ἀνακτόριον; also bes. von der eleusinischen Demeter und dem Orakel in Delphi; Plut. Num. 13.
-
7 καταζῶ
См. также в других словарях:
Ἀνακτόροις — Ἀνάκτορος neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακτόροις — ἀνάκτορον king s dwelling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταζώ — καταζῶ, άω (Α) 1. περνώ ολόκληρη τη ζωή μου («ἐν ἀνακτόροις θεοῡ καταζῇ δεῡρ ἀεὶ σεμνὸν βίον», Ευρ.) 2. επιστρέφω στη ζωή … Dictionary of Greek