-
1 Ανακτόροις
-
2 Ἀνακτόροις
-
3 ανακτόροις
-
4 ἀνακτόροις
-
5 καταζῶ
См. также в других словарях:
Ἀνακτόροις — Ἀνάκτορος neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακτόροις — ἀνάκτορον king s dwelling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταζώ — καταζῶ, άω (Α) 1. περνώ ολόκληρη τη ζωή μου («ἐν ἀνακτόροις θεοῡ καταζῇ δεῡρ ἀεὶ σεμνὸν βίον», Ευρ.) 2. επιστρέφω στη ζωή … Dictionary of Greek