Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀναγκαῖα

См. также в других словарях:

  • ἀναγκαία — ἀναγκαίᾱ , ἀνάγκη force fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀναγκαίᾱ , ἀνάγκη force fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγκαίᾱ , ἀναγκαίη fem nom/voc/acc dual ἀναγκαίᾱ , ἀναγκαίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀναγκαί̱ᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαίᾳ — ἀναγκαίᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγκαίᾱͅ , ἀναγκαίη fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναγκαί̱ᾱͅ , ἀναγκαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαῖα — ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαίας — ἀναγκαίᾱς , ἀνάγκη force fem acc pl (epic ionic) ἀναγκαίᾱς , ἀνάγκη force fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγκαίᾱς , ἀναγκαίη fem acc pl ἀναγκαίᾱς , ἀναγκαίη fem gen sg (attic doric aeolic) ἀναγκαί̱ᾱς , ἀναγκαῖος of fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀναγκαῖα — ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀναγκαῖα — ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαίαι — ἀναγκαίᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγκαίᾱͅ , ἀναγκαίη fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναγκαί̱ᾱͅ , ἀναγκαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαίαν — ἀναγκαίᾱν , ἀνάγκη force fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγκαίᾱν , ἀναγκαίη fem acc sg (attic doric aeolic) ἀναγκαί̱ᾱν , ἀναγκαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»