-
1 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
2 необходимый
необходи́мыйприл ἀναγκαίος, ἀπαραίτητος:\необходимыйые средства τά ἀναγκαία μέσα· \необходимыйое усло́в-ие ὁ ἀπαραίτητος ὄρος· считаю \необходимыйым... θεωρώ ἀναγκαίο νά... -
3 нужный
ну́жн||ыйприл ἀναγκαίος, χρει-αζούμενος, χρειώδης, ὁ δέων:не нахожу́ \нужныйым δέν τό θεωρώ ἀναγκαίο· дать \нужныйые указания δίνω τίς ἀναγκαίες ὁδηγίες· делать что-л, \нужныйым καθιστώ κάτι ἀναγκαίο· все \нужныйое ὅλα τά χρειαζούμενα, τά ἀπολύτως ἀναγκαία. -
4 необходимое
-ого ουδ.τα απαραίτητα, τα αναγκαία, τα χρειώδη (προς το ζειν)•он не богат, но имеет необходимое αυτός δεν είναι πλούσιος, όμως έχει τα απαραίτητα.
-
5 потребный
επ., βρ: -бен -бна, -бноαναγκαίος• απαραίτητος•-ое количество αναγκαία ποσότητα.
-
6 Close
adj.Solid, dense: P. and V. πυκνός.Narrow: P. and V. στενός, V. στενόπορος.Close-packed: P. and V. πυκνός, ἁθρόος.Stifling: Ar. and P. πνιγηρόςKeep close: see Hide.Mean, stingy: Ar. and P. φειδωλός.I did not expect the numbers would be so close: P. οὐκ ᾤμην ἔγωγε οὕτω παρʼ ὀλίγον ἔσεσθαι τὸν γεγονότα ἀριθμόν (Plat., Ap. 36A).Careful: see Attentive.Close relationship: P. ἀναγκαία συγγένεια, ἡ; see Near.At close quarters: use adv., P. and V. ὁμόσε, P. συστάδον.——————subs.Consecrated ground: P. and V. τέμενος, τό, ἄλσος, το (Plat.), V. σηκός, ὁ, σήκωμα, τό.End: P. and V. τέλος, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.).——————v. trans.Put to: P. προστιθέναι.Fasten close, etc.: Ar. and V. πακτοῦν, V. πυκάζειν.Block up: P. and V. φράσσειν, P. ἐμφράσσειν, ἀποφράσσειν.Close ( eyes) of another: P. συλλαμβάνειν (Plat.), V. συμβάλλειν, συναρμόζειν, συνάπτειν, P. and V. συγκλῄειν.Close one's mouth: V. ἐγκλῄειν στόμα, Ar. ἐπιβύειν στόμα, P. ἐμφράσσειν στόμα.Keep quiet and close your mouth: V. ἡσυχάζετε συνθέντες ἄρθρα στόματος (Eur., Cycl. 624); see also Shut.Close ranks: P. and V. συντάσσεσθαι, P. συστρέφεσθαι.Close with, accept: P. and V. δέχεσθαι (acc.).Close with ( an enemy): P. and V. προσβάλλειν (dat.), συμβαλλειν (dat.), ὁμόσε ἰέναι (dat.), P. συμμιγνύναι (dat.); see Engage.V. intrans. Come to an end: P. and V. τελευτᾶν, τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, V. ἐκτελευτᾶν.Of combatants: P. and V. μάχην συνάπτειν, συμβάλλειν, P. συμμιγνύναι, συμμίσγειν, εἰς χεῖρας ἰέναι, V. εἰς ταὐτὸν ἥκειν.Shut: P. and V. κλῄεσθαι, συγκλῄεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Close
-
7 Makeshift
subs.P. ἀναγκαία παρασκευή (Thuc. 6, 37).——————adj.P. ἀναγκαῖος (Thuc. 5. 8).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Makeshift
-
8 Near
adj.P. ὅμορος, P. and V. πρόσχωρος, Ar. and V. πλησίος, ἀγχιτέρμων, γείτων (rare P. as adj.), πάραυλος, or use adv.; see also Neighbouring.Close, even: P. and V. ἰσόρροπος, P. ἀντίπαλος.Short as a near way: P. and V. σύντομος.Mean, stingy: Ar. and P. φειδωλός.Near relationship: P. ἀναγκαία συγγένεια, ἡ; see under near, adv.Nearest ( of relationship): V. ἄγχιστος.One's nearest and dearest: P. and V. τὰ φίλτατα.Near sighted: see under Short.——————adv.P. and V. ἐγγύς, πλησίον, πέλας (rare P.), ὁμοῦ (rare P.), Ar. and V. ἆσσον, V. ἀγχοῦ (Soph., frag.), ἐγγύθεν.From near at hand: P. and V. ἐγγύθεν.Almost: see Nearly.It is impossible for the city to exact an adequate retribution or anywhere near it: P. οὐκ ἔνι τῇ πόλει δίκην ἀξίαν λαβεῖν οὐδʼ ἐγγύς (Dem. 229).Near akin to: V. ἀγχισπόρος (gen.) (Æsch., frag.).By relationship each was nearer to each than I: P. γένει ἕκαστος ἑκάστῳ μᾶλλον οἰκεῖος ἦν ἐμοῦ (Dem. 321).——————prep.P. and V. ἐγγύς (gen. or dat.), ὁμοῦ (dat.) (rare P.), πρός (dat.), ἐπί (dat.), V. πέλας (gen.), πλησίον (gen.), ἄγχι (gen.), Ar. and V. ἆσσον (gen.).Stand near, v.:P. and V. παρίστασθαι (dat. or absol.), ἐφίστασθαι (dat., or ἐπί dat., or absol.), προσίστασθαι (dat. or absol.).Be near: P. and V. πλησιάζειν (absol., or with dat.).Bring near: V. χρίμπτειν (τί τινι).Dwelling near the city, adj.: V. ἀγχίπτολις.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Near
-
9 Necessary
adj.P. and V. ἀναγκαῖος.It is necessary: P. and V. δεῖ, χρή, χρεών (rare P.), ἀνάγκη, ἀνάγκη ἐστί, ἀναγκαῖόν ἐστι, ἀναγκαίως ἔχει.Necessaries: P. and V. τὰ ἀναγκαῖα, τὰ δέοντα, P. τὰ ἐπιτήδεια.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Necessary
-
10 Necessity
subs.P. and V. ἀνάγκη, ἡ.Need: P. and V. χρεία, ἡ.Necessities: P. and V. τὰ ἀναγκαῖα (V. τἀναγκαῖα).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Necessity
-
11 Need
subs.P. and V. χρεία, ἡ.Poverty: P. and V. πενία, ἡ, ἀπορία, ἡ, P. ἔνδεια, ἡ.What is needful: P. and V. τὸ δέον, τὰ δέοντα.Necessity: P. and V. ἀνάγκη, ἡ.Difficulties: P. and V. τὰ δεινά.In time of need: P. and V. ἐν τῷ δέοντι, V. ἐν δέοντι.There is need of, v.:P. and V. δεῖ (gen.).There is further need of: P. προσδεῖ (gen.).Be in need of: see Need.Be in need, be poor: P. and V. πένεσθαι, ἀπορεῖν.——————v. trans.P. and V. δεῖσθαι (gen.), V. χατίζειν (gen.), χρῄζειν (gen.).Lack: P. and V. σπανίζειν (gen.) (also pass. in V.), ἀπορεῖν (gen.), P. ἐνδεῖν (or mid.) (gen.). V. πένεσθαι (gen.).Be deficient in: P. and V. ἐλλείπειν (gen.), ἀπολείπεσθαι (gen.), V. λείπεσθαι (gen.).Needing: use also V. κεχρημένος (gen.).Need in addition: P. προσδεῖσθαι (gen.).You need not: use P. and V. οὐ δεῖ σε (infin.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Need
-
12 Relationship
subs.P. and V. γένος, τὸ συγγένεια, ἡ, τὸ συγγενές, P. οἰκειότης, ἡ, V. συγγενεῖς ὁμιλίαι.Ties of relationship: P. τὰ τῆς συγγενείας ἀναγκαῖα (Dem. 1118), P. and V. ἀνάγκη. V. τὸ προσῆκον.From his relationship to Atreus: P. κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ (Thuc. 1, 9).Nearness of relationship: Ar. and P. ἀγχιστεία, ἡ, V. ἀγχιστεῖα, τά.Relationship by marriage: P. and V. κῆδος, τό, κήδευμα, τό, κηδεία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Relationship
-
13 Requisite
adj.Lacking: P. and V. ἐνδεής, P. ἐλλιπής.Necessary: P. and V. ἀναγκαῖος.Requisites: P. and V. τὰ δέοντα, τὰ ἀναγκαῖα.You have all the requisites for public life: Ar. ἔχεις ἅπαντα πρὸς πολιτείαν ἃ δεῖ (Eq. 219).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Requisite
См. также в других словарях:
ἀναγκαία — ἀναγκαίᾱ , ἀνάγκη force fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀναγκαίᾱ , ἀνάγκη force fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγκαίᾱ , ἀναγκαίη fem nom/voc/acc dual ἀναγκαίᾱ , ἀναγκαίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀναγκαί̱ᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαίᾳ — ἀναγκαίᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγκαίᾱͅ , ἀναγκαίη fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναγκαί̱ᾱͅ , ἀναγκαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαῖα — ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαίας — ἀναγκαίᾱς , ἀνάγκη force fem acc pl (epic ionic) ἀναγκαίᾱς , ἀνάγκη force fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγκαίᾱς , ἀναγκαίη fem acc pl ἀναγκαίᾱς , ἀναγκαίη fem gen sg (attic doric aeolic) ἀναγκαί̱ᾱς , ἀναγκαῖος of fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀναγκαῖα — ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀναγκαῖα — ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαίαι — ἀναγκαίᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγκαίᾱͅ , ἀναγκαίη fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναγκαί̱ᾱͅ , ἀναγκαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαίαν — ἀναγκαίᾱν , ἀνάγκη force fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγκαίᾱν , ἀναγκαίη fem acc sg (attic doric aeolic) ἀναγκαί̱ᾱν , ἀναγκαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek