-
1 αναβαθμός
αναβαθμός οтропарь, поющийся после чтения кафизм псалтиря. Называется так потому, что иудеи пели псалмы, поднимаясь по ступенькам (αναβαθμούς) на гору Сион или в Иерусалим для поклоненияЭтим.< дргр. αναβαθμός «ступенька» -
2 αναβαθμος
-
3 ἀναβαθμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀναβαθμός
-
4 αναβαθμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αναβαθμός
-
5 ἀναβαθμός
ступень(ка); мн.ч. лестница.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναβαθμός
-
6 αναβαθρα
-
7 επαναβαθμος
-
8 304
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 304
См. также в других словарях:
ἀναβαθμός — flight of steps masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβαθμός — ο (Α ἀναβαθμὸς) [ἀναβαίνω] σκάλα, σκαλοπάτι μσν. αντιφωνικό τροπάριο αρχ. κινητή, φορητή σκάλα … Dictionary of Greek
ἀναβαθμοῖς — ἀναβαθμός flight of steps masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμοί — ἀναβαθμός flight of steps masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμοῦ — ἀναβαθμός flight of steps masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμούς — ἀναβαθμός flight of steps masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμῶν — ἀναβαθμός flight of steps masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμῷ — ἀναβαθμός flight of steps masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμόν — ἀναβαθμός flight of steps masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβασμοῖς — ἀναβαθμός flight of steps masc dat pl ἀναβασμός progress masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβασμοί — ἀναβαθμός flight of steps masc nom/voc pl ἀναβασμός progress masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)