-
1 επαναβαθμος
-
2 επαναβασμος
ὁ Plat. v. l. = ἐπαναβαθμός См. επαναβαθμος
См. также в других словарях:
επαναβαθμός — ἐπαναβαθμός και ἐπαναβασμός, ο (Α) σκαλί, βαθμίδα κλίμακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα βαθμός «σκαλί»] … Dictionary of Greek
ἐπαναβαθμοῖς — ἐπαναβαθμός step of a stair masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… … Dictionary of Greek